Με αφορμή το κείμενο της Μύριαμ...
- Την αγαπάς;
Η ερώτησή σου με ξάφνιασε.
- Αν την αγαπώ;
Ήσουν πάντοτε διακριτικός. Παρακολουθούσες την προσωπική μου ζωή από απόσταση. Δε ρωτούσες. Εγώ σου εκμυστηρευόμουν κι εσύ με άκουγες. Σου εμπιστευόμουν πάντα περισσότερα από όσα με ρωτούσαν τα λόγια ή τα μάτια σου. Και ξαφνικά έγινες βίαιος. Έσπασες με δύο λέξεις, την πόρτα του προσωπικού μου ιερού και κοίταζες αυστηρά στο εσωτερικό του, απαιτώντας απάντηση.
- Είναι όμορφη.
- Την αγαπάς;
- Ναι, την αγαπώ.
Σηκώθηκες απότομα. Πήρες από την κάβα ένα μπουκάλι κρασί. Γέμισες δύο ποτήρια και κάθισες πάλι δίπλα μου. Κούνησες το ποτήρι κυκλικά μερικές φορές και ύστερα το έφερες κοντά στη μύτη σου. Έκλεισες τα μάτια και άφησες την όσφρησή σου να ερωτοτροπήσει με τη φαντασία σου. Τα άνοιξες και με κοίταξες.
- Την αγαπάς τόσο, που να θες να κλάψεις όταν τη μυρίζεις;
- Δεν καταλαβαίνω...
Ξανακούνησες μερικές φορές το ποτήρι και αυτή τη φορά το ακούμπησες στα χείλια σου. Τα μάτια σου ήταν ήδη κλειστά. Ήπιες μια μικρή γουλιά και ακούμπησες το ποτήρι στο τραπέζι. Έμεινε για λίγο ακίνητος και ύστερα σα να βγήκες απότομα από το όνειρο άνοιξες τα μάτια σου και με κοίταξες με αλλόκοτη απορία.
- Την αγαπάς τόσο, ώστε μετά από κάθε φιλί να παρακαλάς να πεθάνεις;
- Μα...
- Φοβάσαι περισσότερο το θάνατο ή των έρωτα;
- Ναι, την αγαπώ! Θέλω να πεθάνω!...
Πιστεύω ότι κάθε φορά που ερωτευόμαστε, φλερτάρουμε με το θάνατο. Ιδανικοί αυτόχειρες. Η λύσσα να μηδενίσουμε την ύπαρξή μας (σε μια προσπάθεια να ισοπεδώσουμε οτιδήποτε μεσολαβεί ανάμεα σε μας και το αντικείμενο του έρωτα) να μηδενίσουμε τη -μέχρι εκείνη τη στιγμή- ζωή μας ώστε χωρίς ταυτότητα, πλέον, να αφομοιωθούμε από τον "άλλο", μας οδηγεί στο χείλος του ερέβους!.
Κι όταν αρχίζουμε και τρομάζουμε, έρχεται η ποίηση να εξωραϊσει τους δαίμονες:
Μικρόσωμο νεαρό ζευγάρι.
Εκπατρισμένη των ματιών η καταγωγή.
Κάπου στην επιβίωση θα δουλεύουν
-- φημίζεται για την αξιοσύνη της
η υποταγή.
Με άδεια καλοκαιρινή.
Ελεύθερα τώρα τα χέρια νοικοκυρεύουν
τα παραμελημένα χάδια τους.
Θαυμάζω τι επιδέξια ξαπλώνουν τα δάχτυλα
στου παιχνιδιού τους το κρεβάτι
σφιχτά δεμένα
σα να πλέκουν γελαστά καλαθάκια
με πόθου συστροφή τα γεμίζουν
τα ξηλώνουν κι απ' την αρχή τα πλέκουν
σα να κουράστηκε τώρα ο νέος
ίσως απ' την πολλή ελευθερία της πλοκής
λίκνιζε χαρούμενα και το πλοίο
γέρνει κι αποκοιμιέται
πάνω στο αριστερό του σκουλαρίκι
ξύπνια εκείνη ακόμα
κοιτάζει για λίγο το κοιμισμένο χέρι του
κι αργά προσεκτικά μην το ξυπνήσει
στον ώμο της το φέρνει
κι επάνω του γέρνοντας
γλυκά κι αυτή αποκοιμιέται.
Τι εύχρηστο μαξιλάρι η αγάπη
κατάλληλο
για κάθε ταξίδι του πόνου στο σώμα
για κάθε ηλικίας όνειρα
για κάθε είδους νύστα
απαραίτητο
για το σπίτι
για το στοχασμό
για το λεωφορείο
για το πλοίο και για ό,τι
μας πνίγει.
Κική Δημουλά, Στο πλοίο Από τη συλλογή Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007)
Θαλάσσια Πρόωση
-
Αμφιάλη, Πειραιάς 1962 -Τί θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; -Είμαι μεγάλος.
-Ναι, τί θα γίνεις όμως; -Μηχανικός στα καράβια. -Το ξέρω! -Τότε γιατί
ρωτάς; -Τώρα...
2 years ago