Friday, December 11, 2009

έρωτας

Με αφορμή το κείμενο της Μύριαμ...

- Την αγαπάς;
Η ερώτησή σου με ξάφνιασε.
- Αν την αγαπώ;
Ήσουν πάντοτε διακριτικός. Παρακολουθούσες την προσωπική μου ζωή από απόσταση. Δε ρωτούσες. Εγώ σου εκμυστηρευόμουν κι εσύ με άκουγες. Σου εμπιστευόμουν πάντα περισσότερα από όσα με ρωτούσαν τα λόγια ή τα μάτια σου. Και ξαφνικά έγινες βίαιος. Έσπασες με δύο λέξεις, την πόρτα του προσωπικού μου ιερού και κοίταζες αυστηρά στο εσωτερικό του, απαιτώντας απάντηση.

- Είναι όμορφη.
- Την αγαπάς;
- Ναι, την αγαπώ.
Σηκώθηκες απότομα. Πήρες από την κάβα ένα μπουκάλι κρασί. Γέμισες δύο ποτήρια και κάθισες πάλι δίπλα μου. Κούνησες το ποτήρι κυκλικά μερικές φορές και ύστερα το έφερες κοντά στη μύτη σου. Έκλεισες τα μάτια και άφησες την όσφρησή σου να ερωτοτροπήσει με τη φαντασία σου. Τα άνοιξες και με κοίταξες.
- Την αγαπάς τόσο, που να θες να κλάψεις όταν τη μυρίζεις;
- Δεν καταλαβαίνω...

Ξανακούνησες μερικές φορές το ποτήρι και αυτή τη φορά το ακούμπησες στα χείλια σου. Τα μάτια σου ήταν ήδη κλειστά. Ήπιες μια μικρή γουλιά και ακούμπησες το ποτήρι στο τραπέζι. Έμεινε για λίγο ακίνητος και ύστερα σα να βγήκες απότομα από το όνειρο άνοιξες τα μάτια σου και με κοίταξες με αλλόκοτη απορία.
- Την αγαπάς τόσο, ώστε μετά από κάθε φιλί να παρακαλάς να πεθάνεις;
- Μα...
- Φοβάσαι περισσότερο το θάνατο ή των έρωτα;
- Ναι, την αγαπώ! Θέλω να πεθάνω!...


Πιστεύω ότι κάθε φορά που ερωτευόμαστε, φλερτάρουμε με το θάνατο. Ιδανικοί αυτόχειρες. Η λύσσα να μηδενίσουμε την ύπαρξή μας (σε μια προσπάθεια να ισοπεδώσουμε οτιδήποτε μεσολαβεί ανάμεα σε μας και το αντικείμενο του έρωτα) να μηδενίσουμε τη -μέχρι εκείνη τη στιγμή- ζωή μας ώστε χωρίς ταυτότητα, πλέον, να αφομοιωθούμε από τον "άλλο", μας οδηγεί στο χείλος του ερέβους!.

Κι όταν αρχίζουμε και τρομάζουμε, έρχεται η ποίηση να εξωραϊσει τους δαίμονες:

Μικρόσωμο νεαρό ζευγάρι.
Εκπατρισμένη των ματιών η καταγωγή.
Κάπου στην επιβίωση θα δουλεύουν
-- φημίζεται για την αξιοσύνη της
η υποταγή.

Με άδεια καλοκαιρινή.
Ελεύθερα τώρα τα χέρια νοικοκυρεύουν
τα παραμελημένα χάδια τους.

Θαυμάζω τι επιδέξια ξαπλώνουν τα δάχτυλα
στου παιχνιδιού τους το κρεβάτι
σφιχτά δεμένα
σα να πλέκουν γελαστά καλαθάκια
με πόθου συστροφή τα γεμίζουν
τα ξηλώνουν κι απ' την αρχή τα πλέκουν

σα να κουράστηκε τώρα ο νέος
ίσως απ' την πολλή ελευθερία της πλοκής
λίκνιζε χαρούμενα και το πλοίο
γέρνει κι αποκοιμιέται
πάνω στο αριστερό του σκουλαρίκι

ξύπνια εκείνη ακόμα
κοιτάζει για λίγο το κοιμισμένο χέρι του
κι αργά προσεκτικά μην το ξυπνήσει
στον ώμο της το φέρνει
κι επάνω του γέρνοντας
γλυκά κι αυτή αποκοιμιέται.

Τι εύχρηστο μαξιλάρι η αγάπη
κατάλληλο
για κάθε ταξίδι του πόνου στο σώμα
για κάθε ηλικίας όνειρα
για κάθε είδους νύστα
απαραίτητο
για το σπίτι
για το στοχασμό
για το λεωφορείο
για το πλοίο και για ό,τι
μας πνίγει.

Κική Δημουλά, Στο πλοίο Από τη συλλογή Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007)

κοιμήθηκα


Ξημέρωνε και μια γλυκειά εξάντληση μεθούσε το μυαλό μου. Η ένταση που σκορπούσαν τα κορμιά μας μέχρι πριν από λίγα λεπτά, απομακρυνόταν και έσβηνε σιγά σιγά δίνοντας την θέση της σε μια γαλήνια κούραση.
Δεν κουνιόμουν, δεν ήθελα. Κάποιες στιγμές είναι τόσο εύθραυστες που αρκεί και η παραμικρή κίνηση για τις κάνει κομάτια.
Τα κορμιά μας μύριζαν.
Η μυρωδιά είναι νωθρή. Μας εγκαταλείπει πάντα τελευταία, βαριεστημένα, σαν να μην θέλει να ξεκολήσει από τα γυμνά κορμιά μας.
Σε ένα διάφανο σκοτάδι, οι σκέψεις αναχωρούσαν αποκαμωμένες -μαζί με την πραγματικότητα- δίνοντας τη θέση τους στο όνειρο.
Με πήρε ο ύπνος και δεν άκουσα την ανάσα της που με νανούριζε...

να φύγω



να βρέχει, να φύγω, να έχει χαμηλώσει ο ουρανός, να φύγω, να μυρίζει η υγρασία, να φύγω, να ακούω μουσική, να φύγω, να μη σκέφτομαι, να φύγω, να χαίρομαι με τα ασήμαντα, να φύγω, να κρυώνω, να φύγω, να σταματάω χωρίς λόγο, να φύγω, να ξεκινώ χωρίς προορισμό, να φύγω, να επιστρέψω λιγωμένος...

δεν θα φύγω...
...χωρίς εσένα...

Thursday, December 10, 2009

ηθική

Πόσο κακό είναι το κακό;
Πολύ κακό, αν το συγκρίνεις με το καλό. Αλλά κι αυτό είναι τόσο καλό, όσο και το κακό είναι κακό, γιατί διαφορετικά το καλό θα ήταν λιγότερο καλό αν και το κακό ήταν λιγότερο κακό. Μα, αν το ένα αναιρεί το άλλο και ταυτόχρονα το επιβεβαιώνει, τότε γιατί το κακό να το θεωρούμε κακό, αφού προσφέρει το μέγιστο καλό, αυτό της ύπαρξης του καλού; Και από την άλλη, γιατί το καλό να το θεωρούμε καλό, αφού κι αυτό δεν είναι αμέτοχο στην κακία, μιας και αποτελεί το άλλοθι του κακού;
Αυτή η αμοιβαία, όσο και παράδοξη αιτιακή σχέση, περιορίζεται και εγγράφεται μέσα σε ένα κύκλο, έτσι ώστε κάθε σημείο να είναι αρχή και τέλος, κάθε σημείο να προηγείται και ταυτόχρονα να υπολείπεται. Με άλλα λόγια κάθε σημείο να έχει δυνάμει και τις δύο ιδιότητες, του καλού και του κακού.
Ερμαφρόδιτος παραλογισμός ή αποθέωση της οικονομίας μιας φυσικής ηθικής;
Το τέλειο αντιθετικό ζεύγος! Μέσα σε αυτό λειτουργούν συμπληρωματικά, όλα τα υπόλοιπα: η πίστη και ο μηδενισμός, η ασχήμια και η ομορφιά, η ντροπή και η ηδονή, ο φόνος και η θυσία, ο έρωτας και ο θάνατος.
Χρειάζομαι το κακό, όσο και το καλό και σιχαίνομαι το καλό, όσο και το κακό.
Ο καλός Θεός είναι ένα κακό ανέκδοτο, και ο κακός δαίμονας μια καλή κωμωδία.
Η θεϊκή αποστολή του ανθρώπου, είναι να ακολουθεί πιστά τις δαιμόνιες εμμονές του.

το παράθυρο...

Δεν ήμουν σίγουρος για το τι με περίμενε. Προσπάθησα να φανταστώ πως θα ήταν το σπίτι. Ακατοίκητο για χρόνια. Η υγρασία είχε αρχίσει να το τρώει από τότε που το επισκεπτόμασταν κάθε καλοκαίρι. Συχνά μου έρχονταν στο μυαλό τα βράδια στο μικρό δωμάτιο. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι που μόλις και μετά βίας χωρούσε, αφήνοντας μου λίγο χώρο για να μπορώ να σηκώνομαι και να στέκομαι δίπλα του όταν ξυπνούσα. Οι ασβεστωμένοι τοίχοι, μερικές ξεθωριασμένες αφίσες που τις είχα κολλήσει πολλά χρόνια πριν, και που δεν τις έβγαζα γιατί θα ήταν σαν να προσπαθούσα να αφαιρέσω από το δέρμα μου τα σημάδια που απέκτησα μικρός τρέχοντας και πέφτοντας, και που τώρα είναι το μοναδικό μέσον για να ανακαλώ θύμησες και ανθρώπους δικούς. Το ταβάνι σημαδεμένο κι αυτό, όχι από μένα αλλά από το χρόνο και την υγρασία, όπου λες και είχε χαρτογραφηθεί πάνω του όλος ο κόσμος της παιδικής μου φαντασίας. Και βέβαια το παράθυρο! Αλήθεια πως είναι δυνατόν να γοητευθεί τόσο πολύ ένας άνθρωπος από ένα παράθυρο; Ένα μεγάλο παράθυρο ξεκίναγε λίγο πιο πάνω από τα πόδια του κρεβατιού και έφτανε σχεδόν μέχρι το ταβάνι. Όλα μου τα καλοκαίρια, όλες οι νύχτες των διακοπών μου είναι σημαδεμένες από αυτό. Τόσο μεγάλο ώστε να μπορώ να παρακολουθώ τα ασημένια φύλλα της κληματαριάς να σχολιάζουν τους έρωτές μου και να τους δίνουν μια διάσταση μυθική. Τόσο μεγάλο ώστε να απολαμβάνω σε όλο τους το μεγαλείο τα χάδια του φεγγαριού, που μεταμφιέζονταν σε απαλό νυχτερινό αεράκι. Και βέβαια πάντα ανοιχτό, να περνάει μέσα η φωνή του Γκιώνη.
Φωνή λυπημένη –έλεγε ο παππούς- που βγαίνει τα βράδια και ψάχνει στο σκοτάδι να βρει τον χαμένο αδερφό, ρωτώντας τις ψυχές της νύχτας, μην τον συνάντησαν στα ταξίδια τους.
Ο Σταύρος μου λεγε πολλές φορές ότι ζούμε για να φτιάχνουμε αναμνήσεις.
Μην ακούς τι λένε! Αν είσαι έξυπνος κοίτα να ‘φτιάξεις‘ το παρελθόν σου, κι όχι το μέλλον σου. Έτσι κι αλλιώς, αυτό τελικά δεν θα έρθει ποτέ, ενώ το παρελθόν σου θα σε κυνηγάει από τη στιγμή που θα γεννηθείς!
Τις δικές μου αναμνήσεις μου τις φυλάει αυτό το παράθυρο...

Είχα περάσει εδώ και αρκετή ώρα τα τελευταία διόδια. Σε λιγότερες από δύο ώρες θα ήμουν εκεί. Το κρύο είχε αρχίσει να με ταλαιπωρεί. Είχε μπει ο Νοέμβριος και το κρύο ήταν τσουχτερό. Ήταν και η πρώτη φορά που έκανα την διαδρομή τέτοια εποχή, και μάλιστα με μηχανή. Δεν έτρεχα. Όχι για να ελαττώσω τις συνέπειες του παγωμένου αέρα, αλλά για να μεγαλώσω όσο ήταν δυνατόν, αυτό το αίσθημα της προσμονής, να αποδείξω στον εαυτό μου ότι σωστά έκανα.

----------------------------------

Ξυλιασμένος από το κρύο, είδα επιτέλους μπροστά μου την πινακίδα που με καλωσόριζε.
Είχα φτάσει. Καμία αμφιβολία δεν με είχε σταματήσει, κανένας ενδοιασμός δεν με είχε γυρίσει πίσω.
Ένα ένα τα σημάδια που έβαζα μικρός στο έμπα του χωριού, εμφανίζονταν και με καλωσόριζαν. Δεν ήταν τα ίδια. Είχαν μεγαλώσει κι αυτά μαζί με μένα. Είχαν αλλάξει, αλλά ήταν εκεί. Σκίρτησα. Σκίρτησα από έρωτα γι’ αυτό τον τόπο. Χρόνια τώρα το είχα παραδεχτεί. Ο μοναδικός αληθινός μου έρωτας, αυτός ο έρωτας που σε γαληνεύει και σε θεριεύει μαζί, ο έρωτας που μαζί του κάθεσαι όταν πέφτει ο ήλιος και τον αφήνεις να σου πλημμυρίζει την καρδιά, αυτός που τελικά δεν με πολιόρκησε μόνο, αλλά κατάφερε και άλωσε την ψυχή μου, ήταν γι αυτόν εδώ τον τόπο.

Ήμουν αμήχανος. Έβλεπα πρόσωπα γνωστά, αλλά δεν ήταν η ώρα να τους μιλήσω. Όλα με τη σειρά τους. Πρώτα έπρεπε να με δεχτεί ο τόπος. Ύστερα οι άνθρωποι.
Και ο χρόνος! Έπρεπε να συμφιλιωθώ με τον χρόνο.
Τον χρόνο που είχα προσπεράσει χωρίς να του δώσω σημασία.
Έφτασα στο σπίτι. Η αυλή ρημαδιασμένη. Η κληματαριά ξεγυμνωμένη, ένας νευρώδης σκελετός. Σαν κάτι γριές ξεδοντιασμένες και οργωμένες από τον χρόνο, που ενώ θα έπρεπε να σε τρομάζουν, στην πραγματικότητα σε γοητεύουν σαν ξωτικά.
Κατέβηκα από την μηχανή πιασμένος και μουδιασμένος. Μπήκα στην αυλή σιγά σιγά. Προσπαθούσα να μην κάνω θόρυβο. Δεν έπρεπε να κάνω θόρυβο. Δεν ήθελα να τρομάξω τα μυστικά, να ανησυχήσω τις εικόνες, να διώξω τις φωνές, τα ψέματα, τις μυρωδιές, τα όνειρα, τα γέλια, τις αισθήσεις, τις θύμισες, που περίμεναν σα σκονισμένα αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας, να τα βγάλω στον ήλιο ξανά για να λάμψουν και να πάρουν ζωή. Να τους πω αυτά που θέλω, να ακούσω αυτά που πρέπει. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Μαζί με μένα μπήκε και ο χρόνος. Πέρασε ανυπόμονος και βιαστικός να γεμίσει τον χώρο, να μην αφήσει γωνιά, σπιθαμή του σπιτιού που να μην την καταλάβει! Τόσα χρόνια είχε μείνει έξω από το σπίτι. Το πολιορκούσε αλλά αυτό παρέμενε, λες, ανοξείδωτο στον χρόνο.
Η μυρωδιά της υγρασίας διάχυτη. Δε με ενοχλούσε. Δεν άνοιξα τα παραθυρόφυλλα, δεν ήθελα να μπει ακόμα ο ήλιος μέσα. Όλα θα γινόντουσαν αργά. Αυτή την φορά τίποτα δεν θα με έκανε να βιαστώ. Ξάπλωσα στο κρεβάτι όπως ήμουν με τα ρούχα. Το παράθυρο ήταν μπροστά μου. Κουλουριάστηκα κι αποκοιμήθηκα...

η δική μας φαντασία μετανάστευσε...

Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, αυτή της ξιπασμένης νεοελληνίστικης συμπεριφοράς και σκέψης, όπου το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, το θεοκρατικό βυζάντιο και το ηρωικό μπάχαλο του 21, δένει μοναδικά και βρίσκει τη συνέχειά του στη eurovision, στο ποδοσφαιρικό ηρωικό έπος της Πορτογαλίας και στους εθνικούς αφυπνιστές της έμφυτης αλυτρωτικής συνείδησης, συνηθίζουμε να παραγνωρίζουμε την έννοια της μετανάστευσης και του καταλυτικού της ρόλου, στο γίγνεσθαι του πολιτισμού αυτού του πλανήτη.
Για τον κοντόθωρο, πρώην νεόπλουτο και νυν νεόπτωχο -τω πνεύματι- Έλληνα μικροαστό, η μετανάστευση ξεφεύγει από τα γενικά και αφηρημένα όρια μιας έννοιας και παίρνει σάρκα και οστά. Στα μάτια του, η μετανάστευση δεν είναι τίποτε άλλο από τον αδίστακτο, βρώμικο και υπανάπτυκτο Αλβανό (και κάποιες φορές από τον εξίσου βρώμικο και κακομοίρη Πακιστανό ή Κινέζο) που βρίσκεται στα ιερά μας εδάφη, σε διατεταγμένη υπηρεσία μιας αόρατης και ανίερης συμμαχίας, που σαν στόχο έχει να μολύνει τον αμόλυντο τούτο τόπο.
Ο νεοελληνικός κομπασμός -κατά τη γνώμη μου, επικίνδυνος όχι μόνο για τους «άλλους», αλλά και για την ίδια την Ελλάδα- λειτουργεί σαν παραπέτασμα και οδηγεί την ελληνική κοινωνία στον αυτισμό. Στην εκούσια αποκοπή και απομόνωσή της από την πραγματικότητα της παγκόσμιας ιστορικής εξέλιξης.
Η κίνηση είναι συνώνυμο της ζωής και της εξέλιξης και αυτό δείχνουν να το γνώριζαν (έστω και ενστικτωδώς) οι ανθρώπινες κοινωνίες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Σε ένα άνευ προηγουμένου πάρε-δώσε, οι ανθρώπινες κοινωνίες, «αντάλλασσαν» ανθρώπους, ιδέες, νοοτροπίες και γνώσεις. Άλλωστε, οι πολιτισμοί δεν είναι τίποτε άλλο από κράματα, από -μοναδικής έμπνευσης- συγκερασμούς ετερόκλητων στοιχείων και όχι προϊόντα παρθενογένεσης.
Θα έλεγα ότι η φαντασία αποτελούσε και αποτελεί το ζωτικό χαρακτηριστικό κάθε τέτοιας κίνησης. Χρειάζεται η φαντασία για να μπορέσεις να τοποθετήσεις νοερά τον εαυτό σου, από το σημείο αφετηρίας στο σημείο προορισμού.
Με αυτή την έννοια οι μετανάστες έχουν φαντασία. Οι αρχαίοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στη νότια Ιταλία, στη Σικελία και τα νότια ευρωπαϊκά παράλια είχαν φαντασία. Οι «βάρβαροι» κάτοικοι της βόρειας Ευρώπης, που κατέλυσαν τη Ρωμαϊκή επικράτεια και άλλαξαν τη δημογραφική (και όχι μόνο) εικόνα της Ευρώπης, είχαν φαντασία. Οι εξαθλιωμένοι αγρότες του διεφθαρμένου φεουδαρχικού-εκκλησιαστικού συστήματος, που πλημμύρισαν και έδωσαν ζωή -μετά από χίλια χρόνια- στις ευρωπαϊκές πόλεις-λίκνα του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού, είχαν φαντασία. Κι εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες, όταν πριν λίγες δεκαετίες γεμίζαμε καράβια και τρένα με προορισμό την Αμερική, την Αυστραλία και τη Γερμανία, είχαμε φαντασία.
Την ίδια φαντασία έχουν σήμερα οι Αλβανοί, οι Ιρακινοί, οι Κινέζοι, οι Πακιστανοί που έρχονται στη χώρα μας. Φαντάζονται το εαυτό τους, σε ένα καλύτερο τόπο. Φαντάζονται τα παιδιά τους σε μια κοινωνία καλύτερη από αυτή που γεννήθηκαν και ζούσαν. Φαντάζονται το καινούριο τους σπίτι, το καινούριο τους αυτοκίνητο, την καινούρια τους τηλεόραση, τους καινούριους τους φίλους, την καινούρια τους πατρίδα... και φέρνουν μαζί τους τα καλά και τα κακά του τόπου τους.
Όμως η δικιά μας φαντασία βρίσκεται σε νάρκη. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τι σημαίνει η ενσωμάτωση, δεν μπορούμε να φανταστούμε τι σημαίνει η συμβίωση. Γιατί; Είμαστε κακοί; Είμαστε αναίσθητοι μπροστά στην ανάγκη του άλλου;
Όχι. Πολύ απλά μας λείπει η ΕΜΠΝΕΥΣΗ! Αυτή η δημιουργική διαδικασία που θα θέσει σε κίνηση τη φαντασία μας.
Οι μετανάστες έχουν μια παιδικότητα μέσα τους, μια αφελή προσδοκία που τους κάνει να ονειρεύονται και να φαντάζονται κάτι διαφορετικό από αυτό που βλέπουν. Εμείς ενηλικιωθήκαμε πλέον (τρομάρα μας) και η φαντασία μας κοιμήθηκε...
και χωρίς αυτή δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ένα καπέλο, από ένα φίδι που έφαγε έναν ελέφαντα...
η δική μας φαντασία μετανάστευσε...

Μπερτολ Μπρεχτ, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι

«ΑΝ ΟΙ ΚΑΡΧΑΡΙΕΣ ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» ρώτησε τον κ. Κ. η μικρή κόρη της σπιτονοικοκυράς του «θα φέρονταν τότε καλύτερα στα μικρά ψάρια;». «Σίγουρα» απάντησε αυτός. «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έφτιαχναν στη θάλασσα για τα μικρά ψάρια τεράστιες κασέλες με διάφορες τροφές μέσα, τόσο φυτά όσο και ζώα. Θα φρόντιζαν να έχουν οι κασέλες πάντα φρέσκο νερό και θα έπαιρναν εν γένει διάφορα υγειονομικά μέτρα. Όταν, παραδείγματος χάριν, ένα ψαράκι τραυμάτιζε το πτερύγιό του, τότε οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο, για να μην τους πεθάνει πριν την ώρα του. Για να μην είναι τα ψαράκια μελαγχολικά, θα διοργανώνονταν που και που μεγάλες γιορτές στο νερό, γιατί τα χαρούμενα ψαράκια έχουν καλύτερη γεύση από τα μελαγχολικά. Θα υπήρχαν φυσικά και σχολεία σ’ αυτές τις μεγάλες κασέλες. Στα σχολεία αυτά τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να κολυμπάνε στο στόμα των καρχαριών. Θα χρειάζονταν, παραδείγματος χάριν, τη γεωγραφία, για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες, που θα βρίσκονται κάπου τεμπελιάζοντας. Το σπουδαιότερο θα ήταν φυσικά η ηθική διαπαιδαγώγηση των μικρών ψαριών. Θα διδάσκονταν ότι το υψηλότερο και το ωραιότερο ιδεώδες είναι να θυσιάζεται ένα ψαράκι πρόθυμα και ότι όλα έπρεπε να πιστεύουν στους καρχαρίες, προπαντός όταν τους έλεγαν ότι θα μεριμνούσαν για ένα καλύτερο μέλλον. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι το μέλλον αυτό τότε μόνο είναι εξασφαλισμένο, όταν μάθαιναν υπακοή. Τα ψαράκια θα έπρεπε να φυλάγονται απ’ όλες τις ταπεινές, υλιστικές, εγωιστικές και μαρξιστικές διαθέσεις και να αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες, όταν κανένα από αυτά έδειχνε τέτοιες διαθέσεις. Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν φυσικά και πολέμους αναμεταξύ τους, για να κυριέψουν ξένες ψαροκασέλες και ξένα ψαράκια. Τους πολέμους θα έβαζαν να τους κάνουν τα δικά τους ψαράκια. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι ανάμεσα σ’ αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια, θα διακήρυσσαν, είναι, ως γνωστόν, βουβά, αλλά σωπαίνουν σ’ εντελώς διαφορετικές γλώσσες και γι αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν το ένα το άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε στον πόλεμο μερικά άλλα ψαράκια εχθρικά, που σωπαίνουν σε άλλη γλώσσα, θ’ απένειμαν ένα μικρό παράσημο από θαλασσινά φύκια και τον τίτλο του ήρωα. Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα υπήρχε φυσικά σ’ αυτούς και τέχνη. Θα υπήρχαν ωραίοι πίνακες, στους οποίους θα παριστάνονταν τα δόντια των καρχαριών με υπέροχα χρώματα, τα στόματά τους σαν αληθινά πάρκα αναψυχής, όπου θα μπορούσε να κάνει κανείς έναν υπέροχο περίπατο. Τα θέατρα στο βυθό της θάλασσας θα έδειχναν πως ηρωικά ψαράκια κολυμπάνε ενθουσιασμένα στα στόματα των καρχαριών και η μουσική θα ήταν τόσο ωραία, ώστε τα ψαράκια θα ορμούσαν, κάτω από τους ήχους της, με την μπάντα μπροστά, σαν σε όνειρο και με το νανούρισμα των πιο ευχάριστων σκέψεων, στα στόματα των καρχαριών. Θα υπήρχε βέβαια και μια θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Θα δίδασκε ότι για τα ψαράκια μόνο στην κοιλιά τω καρχαριών θ’ άρχιζε η αληθινή ζωή. Εξάλλου, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, τα ψαράκια θα έπαυαν επίσης να είναι ίσα, όπως συμβαίνει τώρα. Μερικά απ’ αυτά θα έπαιρναν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τα’ άλλα. Στα κάπως μεγαλύτερα θα επιτρεπόταν μάλιστα να τρώνε τα μικρότερα. Αυτό δε θα ήταν για τους καρχαρίες παρά ευχάριστο, αφού οι ίδιοι θα είχαν έπειτα να τρώνε, συχνά, μεγαλύτερες μπουκιές. Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, που θα είχαν ένα πόστο, θα φρόντιζαν για την τάξη ανάμεσα στα ψαράκια και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοί, μηχανικοί για την κατασκευή κασελών κτλ. Με λίγα λόγια, πολιτισμός θα υπήρχε στη θάλασσα, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι.

Μπέρτολ Μπρεχτ (1949)

στον μπάρμπα Λια

Ο προσωπικός θησαυρός του μπάρμπα Λια. Το κρασί του. Το παιδί του, όπως λέει ο ίδιος.
Τις έχω ζήσει τις αγωνίες, και τις χαρές του πατέρα εγώ.
Του είπε την τελευταία φορά που τον είδε. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε γυναίκα μήτε μεγάλωσε παιδιά. Όλη του η αγάπη και η φροντίδα στο κρασί. Το μοναδικό του τέκνο.
Με την αγάπη σκαρώνουμε παιδιά, με αγάπη τα μεγαλώνουμε, από αγάπη τ΄αφήνουμε να ανοίξουν τα φτερά τους.
Με ολόϊδια αγάπη σκαρώνω κι εγώ τούτο το νέκταρ. Μ’ αγάπη και πίστη στο Θεό.
Η γη το γεννάει, από τα σπλάχνα της, το κλήμα φυλλάει το σταφύλι στην αγκαλιά του, το βαρέλι κρατάει τα μυστικά, κι ο Θεός το ευλογεί.
Και μαζί κι εμένα -Θε μου, σχώρα με- τον ταπεινό, να κρατώ τα μέτρα σε τούτη την ιεροτελεστία.
Ιεροφάντης ο μπάρμπα Λιας. Πίνεις μια γουλιά από το κρασί του, που χει το χρώμα της καρδιάς και καταλαβαίνεις ότι κατέχει τα μυστικά, τ’ αφανέρωτα, τα αξεδιάλυτα αυτού του αρχαίου μυστηρίου.
Το κατώι του, ο ναός του.
Ανήλιαγο και δροσερό. Εκεί περνάει τον περισσότερο καιρό της ζωής του. Εκεί τον δέχτηκε κι αυτόν, λίγο πριν φύγει για να γυρίσει πίσω.
Στο κίτρινο φως της λάμπας, που κρεμόταν από το ξύλινο ταβάνι, ο χώρος βυθιζόταν σε μία διάσταση άχρονη. Του φαίνοταν ότι όλες αυτές οι σκιές, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι στιγμές της ζωής του Μπάρμπα Λια, που τις είχε μαζέψει ο ίδιος και τις είχε απλώσει στο κατώι, μην τις κάψει ο ήλιος και χαθούν.
Άλλωστε, αυτόν δεν τον κυνήγαγε πια το παρελθόν, το ημέρεψε, γινήκανε φίλοι, και τώρα περνά τις ώρες του, με θύμησες και άνθρωπους δικούς.
Στα ξύλινα δοκάρια που το διασχίζανε ψηλά απ’ άκρη σ΄άκρη ήταν κρεμασμένα κεφάλια τυρί, μυζήθρες, πλεξούδες κρεμύδια, ρίγανη. Στη γωνία του τοίχου με το μοναδικό παράθυρο στο δωμάτιο, ήταν στοιβαγμένες μερικές κυψέλες στραπατσαρισμένες και από καιρό αχρησιμοποίητες. Ο μπαρμπα Λιας είχε γεράσει κι είχαν περάσει μερικά χρόνια από τότε που τις τρύγησε για τελευταία φορά. Στην απέναντι γωνία του ίδιου τοίχου το μεγάλο μεταλικό βαρέλι με το λάδι.
Στη θέα του, ο Φοίβος, δε μπόρεσε να κρύψει ένα ένοχο χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

-Κατέβα μάρα μ’ στο κατώι να γεμίσεις το λαδικό γιατί σώθηκε.
Απ΄το μεγάλο βαρέλι. Μην φοβηθείς τις μέλισσες. Σε γνωρίζουν, δεν πρόκειται να σε πειράξουν, τις έχω ορμηνέψει.

Κατέβαινε τρέχοντας την πέτρινη σκάλα του σπιτιού που οδηγούσε στο κατώι, και ούτε που τον άκουσε που είχε βγει στο παράθυρο και φώναζε:

-Κοντά το μυαλό σου, μην τ’ αφήσεις ανοικτό το βαρέλι. Είναι άτιμα αυτά τα ποντίκια.

Δεν τον άκουσε. Το μυαλό του ήταν κιόλας στις κυψέλες με τις μέλισσες και στο πως θα καταφέρει να μην τις ενοχλήσει. Τα λόγια του, δεν τον είχαν καθησυχάσει καθόλου. Τις φοβότανε πολύ είναι η αλήθεια, αν και δε θυμάται ποτέ να είχε πέσει θύμα τους.

Με μία ανάσα άνοιξε την πόρτα, έτρεξε στο βαρέλι χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος τους, άνοιξε το καπάκι του βαρελιού, βύθισε το λαδικό και πριν του τελειώσει ο αέρας βγήκε από την πόρτα στο φως του ήλιου.

Δύο βδομάδες κράτησε το λάδι στο λαδικό. Δύο βδομάδες ανάσκελα το ποντίκι να επιπλέει στο λάδι, πνιγμένο και χορτάτο...

-Η κατοχή, το χαλάζι και του λόγου σου...

Προσπάθησε να κρύψει το χαμογελό του κάτω από το παχύ μουστάκι του.

-...Η κατοχή, το χαλάζι και του λόγου σου, μας άφησαν χωρίς λάδι σε τούτο το σπίτι. Να το λες και να παινεύεσαι δηλαδή!

Ντράπηκε. Και χάρηκε μαζί, που ακόμα το θυμόταν.

-Φοβήθηκα ότι δεν θα ’ρχόσουν να με δεις. Έβγαλες ολάκερο Χειμώνα στο χωριό. Μονάχος νέος άνθρωπος!
Τι είναι αυτό που σε τρυγάει, παλικάρι μου;

Έκανε χώρο δίπλα του και του έδωσε ένα σκαμνί να κάτσει.

-Μπαρμπα Λια...
-Κουβέντα! Να γεμίσουμε τα ποτήρια! Δεν ξομολογιέται ο άνθρωπος χωρίς κρασί.Η ψυχή πολλές φορές σκληραίνει και γίνεται σαν παξιμάδι. Και κρύβεται μωρέ! Κρύβεται σε μέρη που ούτε τα παραμύθια ιστορούνε.
Γι αυτό σου λέω! Άσε το κρασί να την έβρει και να τη μαλακώσει. Και σα μαλακώσει να δεις που εύκολα θα σου φανερωθεί μερωμένη και καλή...

Του γέμισε την κούπα. Την έφερε στο στόμα του. Το είχε ανάγκη. Τον είχε πείσει. Θα κοινωνούσε πρώτα με κρασί και ύστερα θα εξομολογιόταν! Αυτός, ο άθεος!
Η πρώτη κούπα τέλειωσε και δεν είπανε λέξη. Του την ξαναγέμισε.

-Μπάρμπα Λια...
-Μεγάλωσες!
-Τι;
-Μεγάλωσες λέω, γίνηκες άντρας!
-Άλλαξα μπάρμπα Λια, άλλαξα τόσο που άρχισα να τρομάζω.
Μπαρμπα Λια, δεν χωράω... το μυαλό μου άλλαξε... ζητάει πολλά... απομακρύνομαι από αυτά που ξέρω, από αυτά που νόμιζα ότι γνώριζα, αλλά τα γνώριζα λάθος. Οι φίλοι μου... ξεγυμνώθηκαν ξαφνικά μπροστά μου και μοιάζουν άλλοι... Τα θέλω μου...
Δεν χωράω σου λέω...

μεγέθη, σχετικά...

Ο Καέιρο, λέει πως το χωριό του, είναι πιο μεγάλο από την πόλη γιατί από εκεί μπορεί να δει κανείς, περισσότερο σύμπαν, απ’ ότι από την πόλη.

Το ξαναδιάβασα απόψε και σκέφτηκα τον ορίζοντα που με αγκαλιάζει, όταν ανεβαίνω σε αυτό το μικρό βουνό του δικού μου χωριού. Ξέρεις, σκέφτομαι ότι ίσως ο ορίζοντας να βρίσκεται εκεί για να μας θυμίζει αυτό που θα μπορούσαμε να χάσουμε, αν είχαμε καταφέρει ποτέ να το αποκτήσουμε. Ο ορίζοντας κρατάει τα μέτρα. Ο ορίζοντας ορίζει τα μεγέθη κι αυτό με φοβίζει... με φοβίζει, ξέρεις, γιατί ο ορίζοντας της γνώσης μου είναι μικρός, και η αμάθειά μου τεράστια. Γιατί, ο ορίζοντας των εμπειριών μου θα μεγαλώνει όσο η ζωή μου θα μικραίνει. Γιατί, ο ορίζοντας των συναισθημάτων μου είναι τόσο μικρός και ο εγωισμός μου τόσο μεγάλος. Ακόμα και ο ορίζοντας των άλλων, των φίλων μου, είναι πολύ μικρός και η απόσταση συνεχίζει να μεγαλώνει.

Φοβάμαι, γιατί ο ορίζοντας χάνεται όλο και περισσότερο από τα μάτια μου, κι εγώ τον χρειάζομαι έστω και μικρό. Είναι κι αυτό κάτι. Κάτι παραπάνω από το τίποτα...

Ζω σε μια τεράστια πόλη και το σύμπαν φαντάζει τόσο μικρό...

κλεπταποδόχοι της αξιοπρέπειας

Όλες αυτές τις μέρες προσπαθώ να μείνω ψύχραιμος και να σκεφτώ. Να σκεφτώ και να καταλάβω. Χτυπάω το μυαλό μου στον τοίχο μπας και ανοίξει και μου αποκαλύψει τη λύση! Πολλά τα δεδομένα, σύνθετα και τόσο αντικρουόμενα μεταξύ τους… Ένα νεκρό παιδί από πιστόλι αστυνομικού, ένας αμετανόητος αστυνομικός. Φωτιές στην πόλη, καταστροφές στην πόλη, Χριστούγεννα στην πόλη. Απεγνωσμένοι μαγαζάτορες, αφηνιασμένοι «κουκουλοφόροι». Ένα φλεγόμενο χριστουγεννιάτικο δέντρο κι ένα καινούριο, «στολισμένο» με κρανοφόρους. Πολιτικοί που δεν αναλαμβάνουν καμιά ευθύνη, πολιτικοί που αναλαμβάνουν όλη την ευθύνη χωρίς να θεωρούν τους εαυτούς τους υπεύθυνους. Δημοσιογράφοι που είναι έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα για το παιδί που «χάθηκε» και τελικά «κλαίνε» για τις σπασμένες βιτρίνες και τη χαμένη ιερότητα της «ιδιωτικής περιουσίας». Δήμαρχοι που παρακαλούν για χριστουγεννιάτικη εκεχειρία προκειμένου οι (υπόλοιποι) πολίτες να ασκήσουν το καταναλωτικό τους δικαίωμα (sic). Συνήγοροι που επικαλούνται τη Θεία βούληση για να εξηγήσουν ένα φόνο και ρασοφόροι εκπρόσωποι αυτής της «Θείας» να συνεργάζονται με κάποιους άλλους εκπροσώπους προκειμένου –αμφότεροι- να κλέψουν όσο το δυνατόν περισσότερα από αυτούς που εκπροσωπούν…
Που βρίσκεται το δίκιο μέσα σε όλα αυτά; Ποιος φταίει; Ποιος ο ένοχος; Ποια η αντίδραση; Ποιος ο στόχος αυτής; Ποιος είναι τελικά ο εχθρός; Με ρωτούν οι φίλοι μου αν συμφωνώ με τις καταστροφές, αν είναι σωστό να σπάνε βιτρίνες και να καίνε αυτοκίνητα, αν είναι σωστό να καίνε το δέντρο, αν οι «πιτσιρικάδες» είναι ανεγκέφαλοι ή πραγματικοί επαναστάτες, αν με τις διαδηλώσεις θα αλλάξει τίποτα, αν θα πρέπει να «πέσει» η κυβέρνηση, αν τελικά μπορεί να αλλάξει κάτι ή βαυκαλιζόμαστε με περιορισμένης διάρκειας και έκτασης «εξεγέρσεις»…
Συνειδητοποιώ ότι «κοιτάμε» σε λάθος κατεύθυνση. Θα χρησιμοποιήσω κάτι που άκουσα στην τηλεόραση: Μάθαμε να ζουμάρουμε τη σκέψη μας εκεί που ζουμάρει η κάμερα! Ναι! Αυτό με βοηθάει να βάλω τα πράγματα σε μία τάξη. Απλά πράγματα. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εξαιρετικά σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο. Όσο σύνθετο όμως και να είναι δεν παύει να είναι… κοινωνικό. Αυτή είναι η άκρη του νήματος. Το κοινωνικό, η κοινωνία, εγώ, εσείς όλοι! Η ενοχή είναι καθολική. Καθόλου βολικό αυτό.
Κι όμως… δεν μπορεί να μη φταίω εγώ που έχω μάθει να χτίζω αυθαίρετα πάνω στη θάλασσα για να έχω καλύτερη θέα από το γείτονα, εγώ που παρκάρω πάνω στα πεζοδρόμια και κλείνω ράμπες αναπήρων, εγώ που τρέχω σε βουλευτές για να διορίσουν την κόρη μου σε μια «καλή» θέση, εγώ που αντιμετωπίζω τους μετανάστες όπως οι «μπάτσοι» τους θαμώνες των εξαρχείων, εγώ που ασχολούμαι περισσότερο με το ipod και το κινητό μου παρά με τους φίλους μου, εγώ που ενώ καίγεται η μισή Ελλάδα πηγαίνω και ψηφίζω τους εμπρηστές της, εγώ που αναγκάζω τα παιδιά μου να «δουλεύουν» περισσότερες ώρες από μένα στερώντας τους κάθε έννοια παιδικότητας, εγώ που αναπαράγω κάθε είδους βία στην καθημερινή μου ζωή, εγώ που βλέπω τέσσερις ώρες την ημέρα τηλεόραση και ξεχνιέμαι…
Τα διλλήματα είναι ψεύτικα. Δεν μπορώ να διαλέξω ανάμεσα σε μερικές εκατοντάδες βάνδαλους κουκουλοφόρους και … κάτι άλλο. Γιατί το κάτι άλλο δεν υπάρχει. Καμία ουσιαστική αντίδραση, καμία πρόταση, καμία πίεση. Η κοινωνία μας χρειάζεται αντανακλαστικά κι εγώ δεν έχω την πολυτέλεια να αποδοκιμάσω το μοναδικό κομμάτι της που δείχνει ακόμα «ζωντανό». Είπα, δεν είναι ζήτημα επιλογής. Στην πραγματικότητα δεν έχω επιλογή, δε μπορώ να επιλέξω ανάμεσα σε ένα γεγονός και σε μια υπόθεση. Στο κάτω κάτω μια κοινωνία μπορεί να «αντέξει» τριακόσιους κουκουλοφόρους (?) και εκατό πλιατσικολόγους, όμως δεν μπορεί να «αντέξει» εκατομμύρια αδιάφορους και αμέτοχους πολίτες!
Η λύση γι αυτήν την κοινωνία είναι να επιδιώξει την ελάχιστη -κατ’ αρχάς- αξιοπρέπεια. Αν δέχομαι να ξεφτιλίζουν την αξιοπρέπειά μου, τότε είμαι από μόνος μου αναξιοπρεπής. Δεν χρειάζομαι τη βοήθεια κανενός. Για ένα πράγμα νιώθω σίγουρος: Η μη (κοινωνική) συμμετοχή σημαίνει συνενοχή απέναντι σε κάθε είδος παθογένειας αυτής της κοινωνίας. Φταίω και θα φταίω για όσο καιρό δεν αποφασίζω να επαναπροσδιορίσω και να ξαναανακαλύψω αξίες, ιδανικά και ιδέες. Για όσο καιρό δεν προτείνω λύσεις στον εαυτό μου και δεν είμαι έτοιμος να «πληρώσω» γι αυτές.
Μέχρι τότε θα είμαι απλά ένας κλεπταποδόχος της κλεμμένης μου αξιοπρέπειας…