Sunday, November 13, 2011

Εμείς τους διώξαμε, εμείς θα τους ξαναφέρουμε!

Όταν πριν από τριάντα οκτώ χρόνια, τέτοιες μέρες, εκατοντάδες νέοι άνθρωποι κλεινόντουσαν στο πολυτεχνείο και περίμεναν (χωρίς να το ξέρουν) τα τανκς, οι γονείς μου δεν είχαν πού να με αφήσουν (μωρό μηνών) για να πάνε κι αυτοί εκεί που τους οδηγούσε η συνείδησή τους.
Τα επόμενα χρόνια θυμάμαι ότι όποτε βρισκόμουν στο αυτοκίνητο μαζί τους και έβλεπα φώτα και κόσμο μαζεμένο, φώναζα "κάτω η χούντα". Δεν καταλάβαινα. Ήταν ένα παιχνίδι για μένα. Παπαγάλιζα τα λόγια των μεγάλων, τα λόγια των γονιών μου. Αυτοί χαμογελούσαν με ανακούφιση. Χαιρόντουσαν που το παιδί τους δεν θα γνώριζε τη χούντα. Φρόντισαν όμως να μου μάθουν τι σημαίνει χούντα. Τι σημαίνει ελευθερία, τι σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, ότι όλοι δικαιούμαστε ίδιο μερίδιο ευτυχίας σε αυτή τη χώρα, σε αυτό τον πλανήτη. Φρόντισαν επίσης να μου μάθουν τι έκαναν αυτά τα παιδιά κλεισμένα στο πολυτεχνείο, θέλησαν να μου εξηγήσουν τι σημαίνει να αγωνίζεσαι με αξιοπρέπεια για το δίκιο σου, για τα δικαιώματά σου και κυρίως για τους συνανθρώπους σου.Στο σχολείο η μοναδική "γιορτή" που με συγκινούσε και με έκανε να δακρύζω, ήταν αυτή του πολυτεχνείου. Η μοναδική στιγμή που ένιωθα υπερήφανος για κάποιους συνανθρώπους μου και την ιστορία τους. Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι μεγάλωσα σε μια οικογένεια που μου πρόσφερε ελευθερία. Αυτό το δώρο το συνδύαζα πάντα με το "δώρο" εκείνων των παιδιών. Έτσι, όταν στο σχολείο είχαμε τη γιορτή του πολυτεχνείου, δεν καλαμπούριζα με τα υπόλοιπα παιδιά. Δεν κορόιδευα τον διευθυντή την ώρα που εκφωνούσε τον λόγο του. Δεν έκανα κοπάνα για καφέ. Περίμενα να τελειώσει η γιορτή για να μαζευτούμε και να πάμε πορεία στο πολυτεχνείο. Στο δρόμο φωνάζαμε συνθήματα για τον φασισμό. Καταλάβαινα λίγα, αλλά ένιωθα πολλά.

Όλοι νιώθαμε ότι αυτή ήταν η δική μας γιορτή. Όχι σαν όλες τις υπόλοιπες των "μεγάλων". Όχι σαν όλες αυτές με τους πεθαμένους ήρωες, τις ηρωικές εξόδους, την ελληνική λεβεντιά. Όχι δεν έμοιαζε με τίποτα απ΄όλα αυτά.Το πολυτεχνείο ήταν ζωντανό. Βρισκόταν στην Πατησίων, κι εγώ ανατρίχιαζα ολόκληρος όταν έμπαινα από την κεντρική πύλη για να αφήσω ένα λουλούδι δίπλα στην τσακισμένη, από τα τανκς, πόρτα. Καθόμουν αποσβολωμένος το βράδυ στην τηλεόραση για να δω αυτά τα παιδιά να φωνάζουν "ψωμί, παιδεία, ελευθερία" και κάτω ο φασισμός. Έτρεμα όταν άκουγα τη φωνή της κοπέλας να φωνάζει ότι είναι άοπλοι, ότι δεν μπορεί να τους σκοτώσουν τ' αδέρφια τους. Και κρατούσα την αναπνοή μου όταν έβλεπα το τανκ να τσαλαπατάει σίδερα και παιδιά...Τελειώνοντας το σχολείο δεσμεύθηκα με τον εαυτό μου, ότι κάθε χρόνο, αυτή τη μέρα, ό,τι κι αν κάνω, όπου κι αν είμαι, θα περνάω να πω ένα... γεια σε αυτά τα παιδιά. Το τήρησα για κάποια χρόνια... έπειτα το αμέλησα... ύστερα το φιλοσόφησα και είπα στον εαυτό μου: "Το πολυτεχνείο έχει χάσει πια το νόημά του" και σταμάτησα συνειδητά να πηγαίνω. Ήταν τότε που η γενιά των σαράντα, η γενιά του πολυτεχνείου ήρθε "στα πράγματα". Ησύχασα κάπως... Είπα δεν μπορεί... αυτοί οι άνθρωποι είναι τα παιδιά που ήταν κλεισμένα στο πολυτεχνείο. Τα παιδιά που έριξαν τη χούντα. Μπορεί να μεγάλωσαν αλλά δεν μπορεί να ξέχασαν τα ιδανικά τους.

Το πολυτεχνείο δεν το ξέχασα. Δεν με άφησε να το ξεχάσω η ίδια η γεννιά του πολυτεχνείου, που πλέον ήταν στα "πράγματα". Το χρησιμοποιούσαν παντού! Το διατυμπάνιζαν στη Βουλή, το χρησιμοποιούσαν σαν το απόλυτο επιχείρημα σε κάθε επίθεση που γινόταν εναντίων τους και σαν το απόλυτο άλλοθι για κάθε τι που αποφάσιζαν να κάνουν. Το πολυτεχνείο έγινε γι αυτούς η κάρτα ελευθέρας για την ασυδοσία. Ακόμα και γι αυτό το κορίτσι που φώναζε ότι ήταν άοπλοι, που φώναζε ότι δεν μπορεί να τους σκότωναν τα ίδια τους τα αδέρφια...Δεν το ξέχασα λοιπόν... απλά το παρανόησα... με τόσο "θόρυβο" τριγύρω του μεταλλάχτηκε... έγινε γραφικό... μακρινό... θάμπωσε...
Ακόμα κι έτσι όμως, ακόμα κι αν είχε θαμπώσει αυτή η γενιά, ακόμα κι αν την είχε διαφθείρει η εξουσία, σου έδινε την εντύπωση ότι εξακολουθεί να υπερασπίζεται τη δημοκρατία και την ελευθερία, ότι ακόμα αντιστέκεται στον αυταρχισμό και τον φασισμό... όπως είχαν κάνει και τότε...

Μέχρι πριν από λίγο καιρό νόμιζα ότι ζούσα σε μια χώρα, που μπορεί να ήταν κακομαθημένη, που μπορεί να ήταν φαύλη και διεφθαρμένη αλλά τουλάχιστον κινούταν στη σφαίρα της δημοκρατίας, έστω και στην περιφέρεια αυτής της σφαίρας.
Άλλωστε τα τελευταία τριάντα χρόνια την εξουσία μονοπώλησε ένα σοσιαλιστικό κόμμα. Το ίδιο κόμμα που το 1981 το είχαν ψηφίσει για πρώτη (και απ' ότι ξέρω τελευταία) φορά και οι γονείς μου. Αυτοί που μου έμαθαν για τη χούντα και την ελευθερία. Το έκαναν για να γλιτώσουμε επιτέλους από τη δεξιά! Για να γλιτώσουμε από το φόβο και τον αυταρχισμό! Για να κάνουμε την αλλαγή!

Σήμερα, οι ίδιοι άνθρωποι είναι στην εξουσία. Το ίδιο σοσιαλιστικό κόμμα. Ο γιος αυτού που ψήφισαν οι γονείς μου ήταν μέχρι χθες πρωθυπουργός. Το είχε η μοίρα, όπως φαίνεται πατέρας και γιος να φέρουν την αλλαγή.
Βέβαια ο γιος και το (σοσιαλιστικό) κόμμα του, φρόντισαν να μη διατυμπανίσουν αυτή την αλλαγή. Αυτή η αλλαγή έπρεπε να γίνει σιγά σιγά ώστε να περάσει απαρατήρητη. Να συναντήσει τη μικρότερη αντίσταση.

Η γενιά του πολυτεχνείου βρήκε καινούρια ιδανικά. Ιδανικά στα οποία δεν είναι απαραίτητη η αξιοπρέπεια.
Και πάνω απ΄όλα δεν είναι απαραίτητη η δημοκρατία.

Πρώτα έκλεψαν (φροντίζοντας ταυτόχρονα να μάθουν και μια ολόκληρη κοινωνία να κλέβει), ύστερα είπαν ψέματα. Κατηγόρησαν τους πολίτες και τους έκαναν συνένοχους στα δικά τους εγκλήματα. Το κορίτσι που φώναζε ότι είναι άοπλοι, που φώναζε ότι δεν μπορεί να τους σκότωναν τα ίδια τους τα αδέρφια, ακόμα κι αυτό άρχισε να εκβιάζει τους συνανθρώπους της προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία.
Άνθρωποι που (λένε ότι) ήταν στο πολυτεχνείο και αντιστέκονταν τότε στη βία της χούντας, ηγούνται πλέον των δυνάμεων καταστολής και δίνουν εντολές να τσακιστεί οποιαδήποτε προσπάθεια διαμαρτυρίας. Τα χημικά, οι χειροβομβίδες και τα γκλομπ είναι τα μοναδικά τους επιχειρήματα. Ο φόβος είναι ο κύριος σύμμαχός τους και φροντίζουν να τον σπέρνουν παντού. Όπως η χούντα, έτσι κι αυτοί έχουν γίνει εξπέρ στην προπαγάνδα.

Τις τελευταίες μέρες η αλλαγή ολοκληρώθηκε.Τώρα πλέον, φασίστες είναι τα παιδιά που μουτζώνουν επισήμους στις παρελάσεις, φασίστες είναι όσοι βγαίνουν στους δρόμους και διαμαρτύρονται και διεκδικούν την αξιοπρέπειά τους, φασίστες είναι οι αγανακτισμένοι που βρίζουν ένα παραλυμένο γεροντάκι, που κάνει τη γλάστρα για να γράφουν καλύτερα στην κάμερα ο Παπανδρέου και ο Σαμαράς, φασίστες είναι όσοι αρνούνται να πληρώσουν εκβιαστικά χαράτσια.
Για να ολοκληρώσουν αυτή την αλλαγή χρειάστηκε να συνεργαστούν. Χρειάστηκε να συνεργαστούν με τη δεξιά. Χρειάστηκε να συνεργαστούν και με φασίστες. Μόνο που στα μάτια τους δεν είναι πλέον φασίστες.
Δεν είναι φασίστες τα πρωτοπαλίκαρα της χρυσής αυγής, δεν είναι φασίστας ο γενικός γραμματέας του κόμματος που ίδρυσε εκείνος που έστειλε τα τανκς στο πολυτεχνείο (αλήθεια γιατί δεν μιλάει τώρα το κορίτσι που φώναζε ότι είναι άοπλοι, που φώναζε ότι δεν μπορεί να τους σκοτώσουν τ' αδέρφια τους;), αυτός που κυκλοφορούσε με τσεκούρι στους δρόμους της Αθήνας κυνηγώντας μετανάστες.
Στα μάτια τους δεν είναι φασισμός η ρητορική της μισαλοδοξίας και της φυλετικής ανωτερότητας.

Ίσως να έχουν αναπτύξει μια διεστραμένη λογική που τους κάνει να πιστεύουν ότι αφού η δική τους γενιά έδιωξε τη χούντα, έχει και το δικαίωμα να την ξαναφέρει.

Νιώθω ότι αυτοί οι άνθρωποι μας ξεγέλασαν όλους.
Ξεγέλασαν τους γονείς μου που ένιωθαν ανακούφιση που το παιδί τους δεν θα γνωρίσει τη χούντα, ξεγέλασαν τις προσδοκίες μιας ολόκληρης κοινωνίας όταν το 81 ψήφιζε την αλλαγή, ξεγέλασαν τους φίλους μου (όχι όλους) που πίστευαν ότι ο Γιώργος Παπανδρεου θα ήταν τουλάχιστον αξιοπρεπής και καινοτόμος, ξεγέλασαν την ίδια τους την ιστορία, ξεγέλασαν την αξιοπρέπειά τους!

Λέω φέτος, μετά από χρόνια, να ξαναπάω στο πολυτεχνείο... όχι για να τιμήσω, αλλά για να αναζητήσω τη χαμένη μας αξιοπρέπεια... για να ξαναθυμηθώ την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου... για να φωνάξω κάτω η χούντα...Αυτή τη φορά δεν θα παπαγαλίζω και δεν θα είναι παιχνίδι...

Saturday, October 8, 2011

Μια σύγκριση


Με αφορμή το δοκίμιο της Sylvia Plath "A comparison"

Θα μπορούσε κάποιος να συμφωνήσει ή απλά, με την ίδια ευκολία, να διαφωνήσει με τις σκέψεις της Sylvia Plath. Θα μπορούσε ακόμα να αναρωτηθεί, γι αυτό που η ίδια παρουσιάζει σαν ζήλεια απέναντι σε έναν μυθιστοριογράφο. Ίσως πραγματικά να τον ζηλεύει, ίσως, όμως, αυτός ο εκθειασμός να μην είναι τίποτε άλλο από ένας τρόπος για να αποδειχτεί η υπεροχή τής δικιά της τέχνης.
Κάποιος άλλος θα ισχυριζόταν ότι, ενδεχομένως, τίποτε από τα δύο να μην έχει σημασία, αφού η πραγματική τέχνη δεν καθορίζεται από το μέσο που την παράγει, ούτε καν από τη μορφή μέσω της οποίας ερχόμαστε σε επαφή μαζί της, αλλά από την ικανότητά της να προκαλεί και να δοκιμάζει τα όρια της ανθρώπινης δημιουργικότητας και ευαισθησίας.
Αποδομώντας το μυθιστορήμα και την ποίηση, μπορούμε να πούμε ότι και τα δύο αποτελούν μορφές άσκησης της τέχνης της γραφής. Όσο λογικό ακούγεται, άλλο τόσο αυθαίρετο και άδικο είναι, και για τα δύο είδη.
Η γοητεία της σύγκρισης βρίσκεται στις διαφορές και το μυθιστόρημα και η ποίηση έχουν πολλές να προσφέρουν.

Από τη μία το μυθιστόρημα. Πληθωρικό, σπάταλο, γεναιόδωρο. Ένα μικρό παιδί που δοκιμάζει και πειραματίζεται χωρίς να φοβάται να κάνει λάθος. Από την άλλη το ποίημα φαντάζει απόμακρο, αυστηρό, προνοητικό. Ένας στρατιώτης που δοκιμάζεται στην πειθαρχία, ένας μοναχός που ερωτεύεται την ασκητική. Οι λέξεις στο ποίημα έχουν μια απαρέκλιτη αποστολή. Ένα αβάσταχτο βάρος και ταυτόχρονα μια ιδεώδη οικονομία, που τη συναντά κανείς μόνο στη μουσική. Αντίστιξη και αρμονία. Τίποτα περιττό σε αυτό το μοναδικό συντάιριασμα των λέξεων. Η δημιουργία σε ενικό αριθμό.

Έτσι αυθαίρετα και το μυθιστόρημα σε αριθμό πληθυντικό. Με την πολυτέλεια του περίσσιου. Με τις πολλές επιλογές και τις άλλες τόσες μετανοήσεις. Ας μη βιαστεί όμως κανείς να το χαρακτηρίσει ως αφελές. Κάθε άλλο. Είναι αυτό που βρίσκεται κοντύτερα στο Λόγο. Αυτό που με τόσο πείσμα φλερτάρει με την αλήθεια. Ακόμα και τη στιγμή που -λόγω της φύσης του- ψεύδεται, η πραγματικότητα είναι πάντα παρούσα. Ένα σωρό πράγματα βρίσκονται εκεί για να διαδώσουν το οικείο, το γνωστό. Μία καρέκλα, ένα πακέτο τσιγάρα, ένα φόρεμα, ένα ραντεβού μία βροχή. Ακόμα και τη στιγμή που αψηφά το χρόνο, το κάνει με όλες τις συμβάσεις. Το χθές ανήκει στον αόριστο, το αύριο στο μέλλον, το σήμερα παραμένει εφήμερο.

Ο χρόνος στην ποίηση είναι ανοίκειος, εμβόλιμος. Πεπερασμένος και άπειρος μαζί. Η αποθέωση της στιγμής.
Η ποίηση αδιαφορεί για την αλήθεια. Κάθε λέξη είναι και μία επίφαση. Δεν έχει σημασία η μορφή αλλά το αδιόρατο σημαινόμενο που αναδύεται μέσα από αυτή.
Η καρέκλα παύει να είναι καρέκλα, η βροχή γίνεται μετέωρη υπόνοια θλίψης και ένα φόρεμα αντί να ντύσει ένα όμορφο σώμα βρίσκεται εκεί για να αποκαλύψει μια αναπόφευκτη απώλεια.

Το μυθιστόρημα έχει υπομονή. Έχει τον χρόνο με το μέρος του. Μπορεί να πολιορκεί τον αναγνώστη περιμένοντας τη στιγμή που εκείνος θα υποταχθεί στη δύναμή του. Το ποίημα έχει μία και μόνο ευκαιρία. Μία και μοναδική επίθεση στις αισθήσεις. Αναπόφευκτα η δομή του θα πρέπει να είναι αιχμηρή, αποτελεσματική. Η δεξιοτεχνία δεν υπηρετεί την καλαισθησία. Αποτελεί ζωτική ανάγκη στην τέχνη της ποίησης.
Ο αφορισμός του λάθους και η αδιαλλαξία του απόλυτου...

Θα τολμούσα να συμπεράνω ότι το μυθιστόρημα είναι ατελές, με την έννοια του ανθρώπινου, ενώ η ποίηση απόμακρη, σε θεϊκή απόσταση από τα ανθρώπινα μέτρα.

Ως άθεο, η ποίηση -όπως και η μουσική- με βάζει στον πειρασμό να κρυφοκοιτάξω από την κλειδαρότρυπα τη θεϊκή υπόσταση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Και αυτό είναι σκάνδαλο.

Saturday, July 16, 2011

Φετίχ


Πουτάνα.
Η πρώτη λέξη που έμαθα όταν έφτασα στην Ελλάδα. Αυτό είμαι. Για τους ντόπιους είμαι μια πουτάνα από την Ουκρανία. Απλά πράγματα. Για μένα τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά. Είμαι πουτάνα σκέτη. Όσοι νομίζετε ότι τα λόγια μου βγάζουν πίκρα και απόγνωση κάνετε λάθος.
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Έχω όλα τα προσόντα για να είμαι αυτό που είμαι. Αντικειμενικά είμαι όμορφη. Πολύ όμορφη! Μουνάρα! -Η δεύτερη λέξη που έμαθα σ΄αυτή τη χώρα- Όταν κοιτάζομαι γυμνή στον καθρέφτη είμαι σίγουρη ότι έκανα τη σωστή επιλογή. Ένα αντικείμενο του πόθου με σάρκα και οστά. Λες και τα γονίδιά μου παρέκαμψαν τη γονική γραφειοκρατία και ήρθαν κατ’ ευθείαν από τις αμαζόνες της Σκυθίας. Θα μπορούσα να σας περιγράψω το στήθος μου, το σχήμα του, το μέγεθός του, τη στάση του. Θα μπορούσα ακόμα να σας πω για τη θέα που αντικρίζει κάποιος όταν με κοιτά από πίσω. Θα ήταν εύκολο να σας κολάσω με την ηλικία μου. Δεν νομίζω ότι θα το κάνω. Πιστέψτε με όμως, δεν θα υπερέβαλλα ό,τι και αν σας έλεγα.
Για μένα το σεξ είναι ό,τι για τους υπόλοιπους το οξυγόνο. Η αναγκαία συνθήκη για να ζεις. Δεν μιλάω για έρωτα. Μιλάω για ωμή, πρωτόγονη σαρκική απόλαυση. Δεν κυνηγάω την ομορφιά, παρά μόνο τη λαγνεία.

Να βάλω μια παρένθεση εδώ.
Δεν υπήρξα ποτέ θύμα εμπόρων λευκής σαρκός. Δεν είμαι οικονομική μετανάστης, ούτε πολιτική πρόσφυγας. Δεν περπάτησα από τον Καύκασο μέχρι εδώ. Όχι. Ήρθα με μία ασημί mercedes πριν από δύο χρόνια. Δεν βασανίστηκα από το καθεστώς. Για την ακρίβεια δεν θυμάμαι να το γνώρισα καλά καλά. Όταν αυτό έφευγε, εγώ ερχόμουν. Μεγάλωσα και με μαμά και με μπαμπά, οι οποίοι μου έδωσαν όση αγάπη μπορούσα να ζητήσω. Στα δεκατέσσερά μου ήμουν ήδη σολίστ στη συμφωνική του Κιέβου. Με έδιωξαν όταν με βρήκαν στα καμαρίνια με τρία αγόρια και δύο κορίτσια.

Ναι, δεν κυνήγησα ποτέ την ομορφιά. Για μένα αρκεί μόνο η επαφή με ένα άλλο κορμί. Τα δέρματα που τρίβονται. Τα πρόσωπα που εισβάλουν αδιάκριτα σε κάθε μυχό του σώματος. Οι μυρωδιές που εξακοντίζονται από κάθε πόρο και ξυπνούν πρωτόγονα ένστικτα. Οι χυμοί που αναβλύζουν απ’ όπου χάσκει η άβυσσος του πάθους. Χαρτογραφούσα πάντα τα ανθρώπινα ένστικτα χωρίς να μ’ ενδιαφέρει αν αυτός που έχω απέναντί μου είναι γυμνασμένος, αν έχει μεγάλη κοιλιά, αν είναι γεμάτος ρυτίδες, αν το κορμί του το καλύπτουν οι τρίχες, αν το δέρμα του είναι σαν μικρού παιδιού, αν έχει μόριο ή κόλπο... Κανέναν δεν σιχαινόμουν, με κανέναν δεν χρειάστηκε να προσποιηθώ.

Δεν ήμουν πάντα πουτάνα.
Θέλω να πω ότι χρησιμοποιούσα το κορμί μου -αποκλειστικά για να ικανοποιήσω τις δικές μου ορέξεις- πολύ πριν αποφασίσω να το χρίσω μέσο παραγωγής χρήματος. Πολύ πριν καταλάβω ότι η δουλειά και η απόλαυση μπορούν και ΠΡΕΠΕΙ να συνδυάζονται!
Φανταστείτε την ηδονή που ένιωθα όταν μεθυσμένη και εξαντλημένη από τη γλύκα ενός ακόμα οργασμού, παρατηρούσα τα, ολοένα και περισσότερα, χαρτονομίσματα που ξεκουράζονταν πάνω στα σεντόνια, στο κομοδίνο ή στο χαλί. Στα δεκαοχτώ μου αγόρασα το πρώτο μου αυτοκίνητο. Χωρίς γραμμάτια. Άνοιξα την τσάντα μου και άδειασα τα χρήματα πάνω στο τραπέζι του έκπληκτου πωλητή. Μετά από λίγους μήνες αποφάσισα να φύγω. Είχα βαρεθεί το κρύο. «Στην Ελλάδα έχει πάντα ζέστη», μου είχε πει ένας φοιτητής από την Καβάλα. Η ζέστη και το τεράστιο πουλί του με έκαναν να πιστέψω ότι αυτή η χώρα θα ήταν ο παράδεισός μου.

Εδώ, ήμουν από την πρώτη μέρα η πουτάνα από την Ουκρανία. Αυτό έκανε τα πράγματα πιο απλά και ξεκάθαρα. Ήξερα τι ήμουν και τι ζητούσα. Δεν δυσκολεύτηκα. Αγόρασα σπίτι σε καλή περιοχή. Το ένα δωμάτιο το έκανα γκαρνταρόμπα. Σήμερα είναι σχεδόν γεμάτο από πανάκριβα ρούχα και παπούτσια.
Είμαι λάτρης του ωραίου. Δεν μιλάω για τους ανθρώπους. Μιλάω για τα αντικείμενα. Όσο αδιάκριτη είμαι με τους ανθρώπους, τόσο -και περισσότερο- επιλεκτική είμαι με τα άψυχα πράγματα. Καθόλου άψυχα. Για μένα η ψυχή τους βρίσκεται στο στυλ. Στη γοητεία της έμπνευσης του δημιουργού τους. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας, όταν δεν πηδιέμαι, τις περνάω ξεφυλλίζοντας περιοδικά μόδας και ντιζάιν απ’ όλο τον κόσμο. Τίποτα δεν μπαίνει μέσα στο σπίτι αν δεν έχει περάσει πρώτα από κάποια σελίδα αυτών των περιοδικών.
Οι υπογραφές είναι το φετίχ μου. Alexander McQueen, Alvar Aalto, Frank Gehry, Balenciaga, Le Corbusier. Όπου κι αν κοιτάξεις θα τις δεις. Ίσως αυτός να είναι (άλλος) ένας λόγος που δεν έχω σκεφτεί ποτέ να κάνω παιδιά. Με πιάνει φρίκη στην ιδέα ότι αυτό το σπίτι θα μπορούσε να βανδαλιστεί από κάποιο αφηνιασμένο πιτσιρίκι που ανακάλυψε ότι οι μαρκαδόροι γράφουν σε οποιαδήποτε επιφάνεια και ότι το φαγητό του μπορεί να δημιουργήσει πρωτότυπες συνθέσεις πάνω στην κατάλευκη Barcelona του Van der Rohe!

Barcelona. Δεν ξέρω αν είναι το κατάλληλο όνομα για μια πολυθρόνα, που έχει μείνει στην ιστορία του σύγχρονου design, αλλά για μένα αποτελεί τον ιερό τόπο του σπιτιού μου. Το Άγιο Δισκοπότηρο της συλλογής μου. Βρίσκεται μόνη της στο κέντρο του καθιστικού. Δεν υπάρχει τίποτα δίπλα της σε απόσταση δύο μέτρων. Οποιοδήποτε αντικείμενο κοντά της θα ήταν μια ιεροσυλία. Σαν να προσπαθούσα να προσθέσω έστω και μία νότα στην Άνοιξη του Vivaldi. Σαν να ζωγράφιζα μια τελεία σε κάποιον πίνακα του Miro!
Το λευκό της δέρμα φαντάζει αμόλυντο. Η απλότητά της αποκαλυπτική. Δύο μεταλλικά τόξα, σαν το ίχνος που αφήνει το τεντωμένο ανθρώπινο κορμί την ώρα της εκστασης, στηρίζουν τα δύο ανεξάρτητα παραλληλόγραμμα μαξιλάρια. Πάνω τους, σε απόλυτη συμμετρία, μικρά δερμάτινα κουμπιά, μετατρέπουν την απαλή επιφάνεια σε μια μονόχρωμη σκακιέρα. Όταν κλείνω τα μάτια και αφήνω τα ακροδάχτυλά μου να χαιδέψουν τις αρμονικές πτυχώσεις, τ’ αυτιά μου πλημμυρίζουν από κρυστάλλινες νότες βγαλμένες από κάποια σύνθεση του Nyman. Ποτέ δεν φοράω ρούχα όταν ξαπλώνω πάνω της. Θα ήμουν εντελώς γυμνή, αν δεν με προκαλούσε τόσο η αντίθεση των μαύρων εσωρούχων πάνω στο λευκό της δέρμα. Η απόλυτη συνάντηση. Το φως και το σκοτάδι. Η φαντασία και η πραγματικότητα. Το δέρμα μου πάνω στο δέρμα της. Το πρώτο ανατρίχιασμα πάνω στην κρύα αγκαλιά της μετατρέπεται γρήγορα σε ένα λιγωμένο βύθισμα, σε μια ονειρική ζάλη. Απορροφά τη θερμοκρασία του κορμιού μου και γινόμαστε ένα. Οι αισθήσεις χάνονται σε αυτήν τη ρευστότητα. Δεν ξέρω αν χαιδεύω εμένα ή αυτή. Δεν έχει σημασία. Το δέρμα μου πάνω στο δέρμα της. Μόνο αυτό μετράει. Η μοναχική έκσταση στην κορύφωσή της!

Μέχρι χθες το βράδυ κανείς, εκτός από μένα, δεν είχε καθήσει πάνω της. Έχουν περάσει αμέτρητοι, άντρες και γυναίκες, από το σπίτι μου. Έχω γαμηθεί μαζί τους σε κάθε γωνιά του. Κάθε δωμάτιο, κάθε τοίχος, κάθε έπιπλο έχει πάνω του τα αποτυπώματα αμέτρητων συνευρέσεων. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι αν έριχνα επάνω τους ένα υπέρυθρο φως τότε -όπως στις αστυνομικές ταινίες- θα αποκαλύπτονταν όλες οι αποδείξεις τις νυμφομανίας μου. Παντού εκτός από εκεί. Υπήρξε πάντα το προσωπικό μου άβατο. Το μοναδικό μου καταφύγιο.
Μέχρι χθες το βράδυ, που χτύπησε το κουδούνι της πόρτας μου.
Ήταν η μάνα μου. Είχα να τη δώ από τη μέρα που έφυγα. Έμεινα αποσβολωμένη να την κοιτάζω στο κατώφλι της πόρτας. Μου χαμογέλασε και με πήρε στην αγκαλιά της. Δεν κουνήθηκα. Έμεινα με τα χέρια κρεμασμένα κοιτώντας πίσω της τον σκοτεινό διάδρομο της πολυκατοικίας. Σήκωσα αμήχανα τα χέρια, σε μια αδέξια ανταπόκριση της αγκαλιάς της. Γύρισα το βλέμα μου σ’ αυτήν. Είχα ξεχάσει πόσο όμορφη ήταν. Της έκανα νόημα να περάσει. Χωρίς να καταλάβω το γιατί, την οδήγησα στην πολυθρόνα. Την κοίταξε με περιέργεια. Πλησίασε διστακτικά. Ξέρω ότι ήταν πολύ μοντέρνα για τα γούστα της και σίγουρα αμφισβητούσε τη χρηστικότητά της, όμως δεν ήθελα να καθήσει πουθενά αλλού. Ακούμπησε την τσάντα της στο πάτωμα και με μια ελαφριά κίνηση του ποδιού, την έσπρωξε ακριβώς κάτω από την πολυθρόνα. Κάθισε πάνω της σχεδόν σαν να μην καθόταν. Της χαμογέλασα. Αυτό της έδωσε θάρρος. Στηρίχτηκε στα δυο της χέρια και έσπρωξε τον κορμό της προς τα μέσα, μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε την πλάτη της πολυθρόνας. Άφησε έναν αναστεναγμό. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα. Έμοιαζε λες και είχε αφομοιωθεί στο δέρμα της πολυθρόνας. Καμία αντίθεση. Λευκό σε λευκό. Καμία διαφωνία. Η απουσία της αντίστιξης με τάραξε. Το μόνο που μπορούσα πλέον να ξεχωρίσω, μέσα από όλη αυτή τη συμφωνία της λευκότητας, ήταν το πρόσωπό της. Τα πανέμορφα μεγάλα μαύρα μάτια της. Μου έλειψες, της είπα, πέρασαν δύο χρόνια. Μου χαμογέλασε ξανά. Πέρασαν πολύ περισσότερα, μου απάντησε.
Την κοίταξα με απορία. Έσκυψε κάτω από την πολυθρόνα και έφερα στα πόδια της την τσάντα της. Την άνοιξε κι έβγαλε από μέσα της κάτι που έμοιαζε με πρόχειρα τυλιγμένο δώρο. Το ακούμπησε μπροστά της στο υποπόδιο τής πολυθρόνας.
Το χαρτί του περιτυλίγματος ήταν σελίδες από το αγαπημένο μου παραμύθι, όταν ήμουν μικρή. Ήταν η ιστορία ενός κοριτσιού, που μια μέρα βούτηξε στη θάλασσα και συνειδητοποίησε ότι μπορούσε και ανέπνεε όπως και τα ψάρια. Από εκείνη τη στιγμή επέλεξε να ζήσει στο βυθό που ήταν τόσο εξωτικός και πολύχρωμος, σε αντίθεση με το μουντό γκρίζο χωριό της. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη που μετά από λίγο καιρό ξέχασε την προηγούμενη ζωή της και πίστεψε πως πάντα ανήκε εκεί. Ήταν τόσο ξεχωριστή στο βυθό και αυτό την έκανε ευτυχισμένη. Δεν έμοιαζε με κανένα από τα πλάσματα που συναντούσε. Όλα την κοίταζαν με θαυμασμό και περιέργεια. Όλα ήθελαν να την κάνουν παρέα. Να περάσουν έστω και μερικά λεπτά μαζί της. Να αγγίξουν τα μαλλιά της, τα δάχτυλά της, το δέρμα της. Ήξεραν όμως πως κατά βάθος δεν ανήκε στον δικό τους κόσμο. Μετά από χρόνια ασταμάτητης διασκέδασης, το κορίτσι έπαψε να εισπράττει τον θαυμασμό των άλλων. Αυτό την ενόχλησε και αποφάσισε να εγκαταλείψει τον βυθό και να επιστρέψει στο χωριό της. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μετά από τόσα χρόνια κανείς δεν θα την αναγνώριζε...
Δεν θα το ανοίξεις; Η φωνή της μάνας μου σταμάτησε απότομα την ονειροπόληση. Άρχισα να ξετυλίγω το χαρτί.
Δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία να σας πω τι ήταν τυλιγμένο μέσα στις σελίδες του παραμυθιού. Ας πούμε ότι ήταν κάτι τόσο ασήμαντο όσο ένα κουτάλι ή ένα στυλό ή ακόμα ένα εισιτήριο λεωφωρείου.

Σήμερα που κάθομαι πάλι μόνη μου στην αγαπημένη μου Barcelona σκέφτομαι ξανά τα λόγια της: Πέρασαν πολύ περισσότερα χρόνια...
Λές;

Το κρύο στον Βορρά δεν έχει τρόπους


Το κρύο εδώ στον Βορρά δεν έχει τρόπους.
Είναι τραχύ και αφιλόξενο. Η βόλτα στην πόλη αποκτά συνωμοτικό χαρακτήρα. Προχωράς σύριζα στους τοίχους για να αποφύγεις τις κρύες ριπές του αέρα. Στρουθοκαμηλίζεις χώνοντας το κεφάλι μέσα στους γούνινους γιακάδες απ’ το πανωφόρι σου, μπας και του κρυφτείς. Τα μάτια σου ψάχνουν με αγωνία κάποια βιτρίνα με θολωμένα τζάμια, ελπίζοντας στη ζεστασιά και τη θαλπωρή ενός εστιατορίου ή ενός καφέ.

Όπως τούτο δω, που θα στοιχημάτιζες ότι υπάρχει μόνο και μόνο για να αντιστέκεται στην αγένεια του ολλανδικού χειμώνα. Η πρώτη εντύπωση που σου δίνει είναι ότι έκανες λάθος και μπήκες απρόσκλητος σε μια «κλειστή» λέσχη, Άγγλων ευγενών του 19ου αιώνα. Η μυρωδιά από καπνό και πολυκαιρισμένο δέρμα μαρτυρά την αυθεντικότητα του χώρου. Όπου και να γυρίσει το μάτι σου δεν θα μπορέσει να διακρίνει ούτε μερικά εκατοστά γυμνού τοίχου. Παντού ξύλο. Από τα σεπαρέ με τις νεοκλασικές στήλες που «κρατάνε» τα φιμέ τζάμια με τον Αρ Νουβώ διάκοσμο, μέχρι τα ξύλινα επενδεδυμένα τζάκια και την τεράστια βιβλιοθήκη που φτάνει ως το ταβάνι και κουβαλά πάνω της αμέτρητα δερματόδετα βιβλία. Όλα στο χρώμα της σκούρας καρυδιάς, κόντρα στο παγερό λευκό του χιονιού.
Η σάλα είναι ευρύχωρη και οι δερμάτινες Chesterfield πολυθρόνες, σε προκαλούν να χωθείς μέσα τους. Στην κυριολεξία, αφού η πλάτη σε αγκαλιάζει και ξεπερνά κατά πολύ το ύψος του κεφαλιού σου. Το δέρμα, στο χρώμα του μελιού, δίνει ανάσες στο αποπνικτικό του ξύλου.
Παρ’ όλα αυτά, οι θαμώνες του καφέ δεν θυμίζουν σε τίποτα μεσήλικες αριστοκράτες ή έστω αστούς του περασμένου αιώνα. Κυρίως νέοι, αγόρια και κορίτσια που πίνουν καφέ ή μπίρα, μιλώντας δυνατά με ανεβασμένα τα πόδια πάνω στο μαλακό δέρμα των καθισμάτων τους.

Και μέσα σ’ αυτό το πολύχρωμο τσίρκο μια κυρία, ηλικιωμένη, που μοιάζει σαν να την ξέχασε ο χρόνος. Μάλλον, καλύτερα, φαίνεται ότι έχει τσακωθεί μ’ αυτόν. Λες και έριξε άγκυρα πριν πολλά πολλά χρόνια και από τότε αντιστέκεται με νύχια και με δόντια στα μανιασμένα κύματα του χρόνου.
Τα βλέμματα που πέφτουν πάνω της είναι σαρκαστικά. Στα μάτια των περισσοτέρων είναι η «τρελή του χωριού». Δύσκολο να τους αδικήσεις, παρατηρώντας την. Η υπερβολή είναι τόσο επιδεικτική που δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Τα στεγνά της χείλια μοιάζουν να υποφέρουν από τις αλλεπάλληλες στρώσεις κόκκινου κραγιόν. Οι ψεύτικες βλεφαρίδες κρέμονται μαραμένες από τα κουρασμένα βλέφαρα. Το τεράστιο γαλάζιο καπέλο με το φτερό παγωνιού και τη θαμπή τυρκουάζ πέτρα στο πλάι, σκιάζει το πρόσωπό της. Τα, κάποτε, ξανθά μαλλιά της, μοιάζουν με σκόρπιες αχυρένιες τούφες που, χωρίς την αρωγή του καπέλου, θα αδυνατούσαν να καλύψουν το δέρμα του κρανίου της.
Κι όμως, η στάση της δείχνει μια γυναίκα υπερήφανη, στα μάτια της εξακολουθεί να φέγγει η σπίθα της χαμένης νιότης της. Κάθεται σταυροπόδι με όλη τη σημειολογία μιας Κυρίας. Απολαμβάνει τον καφέ προσέχοντας να μη λερώσει την κατακίτρινη απογευματινή τουαλέτα της, που μάλλον, το κατάστημα απ’ όπου την αγόρασε έχει κλείσει απ’ τον Μεσοπόλεμο.
Παρ’ όλη τη φασαρία του χώρου, νιώθω ότι «ακούω» τη σκέψη της.

Όλο και λιγότερο γούστο, όλο και περισσότερος θόρυβος , όλο και περισσότερη αναίδεια. Αναίδεια απέναντι στο κάλλος και στο στυλ που δίνει νόημα στη ζωή. Τα ζώα! Αυτά δεν έχουν γούστο! Τα ζώα δεν ζουν με στυλ! Κατακτήσαμε το ωραίο για τι; Για να ξαναγίνουμε ζώα; Κοίτα τους πως κάθονται πάνω στο μαλακό δέρμα. Μα τι λέω, δεν κάθονται. Το καβαλάνε με αλαζονεία λες και θέλουν να τιθασεύσουν τη γοητεία του. Τα ρούχα τους δεν είναι τίποτε άλλο από χρηστικά αντικείμενα. Σκεπάζουν τη γύμνια του κορμιού τους αλλά όχι και την ένδεια της αισθητικής τους.
Ξαναγίναμε ζώα! Η ξιπασιά της κατανάλωσης. Η ασέβεια της ασυδοσίας που ονομάζουν ελευθερία. Η ελαφρότητα της ύπαρξης, η αναίδεια απέναντι στον θάνατο.
Ο θάνατος... ναι, αυτός κρατάει ακόμα μια δόση γοητείας. Τη γοητεία ενός σοβαρού καλοντυμένου άντρα. Ο θάνατος είναι κομψός και ευγενικός. Άλλωστε το τέλος μιας ζωής είναι αρκετά σοβαρό γεγονός για να το χειρίζεται ένας άξεστος. Το τελευταίο καταφύγιο της κυνηγημένης κομψότητας, το έσχατο σύνορο της σοβαρότητας...

Χωρίς να χαλάσει καθόλου τη στάση της, άνοιξε την τσάντα και έβγαλε από μέσα το κραγιόν. Πήρε τη μικρή χαρτοπετσέτα, κάτω από το ποτήρι του καφέ και άρχισε να γράφει κάτι πάνω της. Την παραμέρισε και σήκωσε το βλέμμα να βρει το γκαρσόν. Το πρόσωπό της είχε μια απόκοσμη ηρεμία. Άφησε τα χρήματα πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε. Τα βλέμματα, τα γελάκια και τα ψιθυριστά σχόλια δεν την άγγιζαν. Ήταν σαν όλα να συνέβαιναν σε μια άλλη διάσταση. Έφτασε στη πόρτα. Ο σερβιτόρος έτρεξε να της την ανοίξει. Πρόλαβα και είδα ένα ανέλπιστο χαμόγελο στα χείλη της.
Η χαρτοπετσέτα βρισκόταν ακόμα πάνω στο τραπεζάκι. Δεν αντιστάθηκα στην περιέργειά μου. Την πήρα στα χέρια μου και τη διάβασα: Η ύστατη απώλεια, το τελευταίο καταφύγιο...

Έξω από το καφέ ακούστηκαν φωνές. Βγήκα τρέχοντας. Ο σερβιτόρος στεκόταν παγωμένος και τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Το γαλάζιο καπέλο ήταν πεταμένο στην άκρη του πεζοδρομίου. Κοίταξα στο δρόμο. Μπροστά από ένα ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο, βρισκόταν εκείνη ξαπλωμένη. Η κατακίτρινη απογευματινή τουαλέτα της άρχισε να ποτίζει από ένα βαθυκόκκινο χρώμα. Το κεφάλι της ήταν γυμνό και τα, κάποτε, ξανθά λιγοστά μαλλιά της δεν έφταναν να το καλύψουν. Σήκωσα το καπέλο και προσπάθησα να κρύψω τη γύμνια του κρανίου της.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου προσπαθούσε να εξηγήσει στον κόσμο που είχε σχηματίσει έναν αδιάκριτο κύκλο γύρω της. Έπεσε πάνω μου σαν τυφλή! Δεν πρόλαβα ν΄αντιδράσω.
Ο σερβιτόρος παρέμενε ακίνητος έξω από την πόρτα του καφέ και κοίταζε τον δρόμο. Είχε μια ανέκφραστη σοβαρότητα στο πρόσωπό του. Μου ήρθαν στο νου τα λόγια του Μονταίνιου: Ο ανείπωτος πόνος είναι και ανέκφραστος.
Ένας κομψός πόνος, σκέφτηκα.

Μια παγωμένη ριπή του αέρα, άρπαξε το φτερό παγωνιού και το πέταξε στο λασπωμένο χιόνι.
Το κρύο εδώ στον Βορρά δεν έχει τρόπους...

Tuesday, February 8, 2011

Μαριονέτες



Παράθυρο για μειώσεις στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα άνοιξε ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, μιλώντας χθες στη ΝΕΤ. «Ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά του, και μέρος αυτής περνάει και μέσω του κόστους εργασίας», δήλωσε χαρακτηριστικά. (http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=247698)

Έχω αρχίσει και μπερδεύομαι...
O ίδιος Παπακωνσταντίνου, ο ίδιος υπουργός, της ίδιας κυβέρνησης δήλωνε στις 19 Μαΐου 2010, ότι μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα είναι αχρείαστες. (http://www.taxheaven.gr/news/news/view/id/5929)
Συντονισμένα, την ίδια μέρα ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης, Πεταλωτής, σχετικά με τη μείωση των μισθών στον Ι.Τ. δήλωνε ότι: "η μείωση των μισθών δεν είναι από τους σημαντικούς παράγοντες που αυξάνουν την παραγωγικότητα" και συνεχίζει: «Ήταν επιλογή μας να μην μειωθούν οι μισθοί και αυτό φάνηκε» (http://www.theinsider.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=3845%3Ait-is-designed-to-reduce-private-sector&catid=1%3Apolitics&Itemid=27).

Ένα μήνα περίπου πριν (Μάρτιος 2010) ο υπουργός εργασίας, Ανδρέας Λοβέρδος απέκλειε την περικοπή επιδομάτων στον Ι.Τ. λέγοντας πως: «Ουδέποτε ετέθη, αλλά ούτε και τίθεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θέμα να επιβληθεί επέκταση της περικοπής των επιδομάτων στον ιδιωτικό τομέα» (http://tvxs.gr/news/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1/%CE%BB%CE%BF%CE%B2%CE%AD%CF%81%CE%B4%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%B5%CE%B9-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%AE-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%B4%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%B1).

Ακριβώς την ίδια εποχή (Μάιος, 2010) το ΔΝΤ έπεφτε σε "αντιφάσεις": Ο Στρος δήλωνε στο τηλεοπτικό δίκτυο Euronews, πως «η ανάπτυξη είναι ένα ερώτημα-κλειδί. Γιατί η Ελλάδα αντιμετωπίζει τόση δυσκολία για να μπει σε τροχιά ανάπτυξης; Διότι έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Για το λόγο αυτό πρέπει να μειωθούν οι μισθοί, κάτι το οποίο είναι οδυνηρό, αλλά απολύτως αναγκαίο. Είναι ο μοναδικός τρόπος να πουλήσει αυτά που παράγει, όταν οι άλλες χώρες έχουν χαμηλότερες τιμές» ενώ αμέσως μετά η διευθύντρια Εξωτερικών Σχέσεων του Ταμείου, Καρολαϊν Άτκινσον διέψευδε και έλεγε πως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν θα ζητήσει μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα της Ελλάδας. (http://www.tvxs.gr/news/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1/%CE%B4%CE%BD%CF%84-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B6%CE%B7%CF%84%CE%AC%CE%BC%CE%B5-%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%B8%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%B1).

Μετά από μερικούς μήνες (Δεκέμβριος, 2010) ο εκπρόσωπος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ελλάδα, Πόλ Τόμσεν είπε κατηγορηματικά: «δεν ζητήσαμε μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Το συζητήσαμε εκτενώς με την κυβέρνηση, αλλά συμφωνήσαμε ότι σε συνθήκες ύφεσης και πληθωρισμού δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη». (http://www.tvxs.gr/news/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1/%CF%80%CE%BF%CE%BB-%CF%84%CF%8C%CE%BC%CF%83%CE%B5%CE%BD-%C2%AB%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B6%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%83%CE%B1%CE%BC%CE%B5-%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%B8%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%B1%C2%BB) και εδώ (http://news-gr.com/2010/12/09/p-thomsen-“-δεν-συστήσαμε-μειώσεις-μισθών-στο/)

Και αναρωτιέμαι μετά απ' όλα αυτά, πώς του ήρθε του Παπακωνσταντίνου να κάνει λόγω για περικοπές στους μισθούς (Ι.Τ.) και να τους συνδέει με την παραγωγικότητα;
Μα γιατί "κάποιος" τον πιέζει:
Έντονες πιέσεις ασκεί η τρόικα (ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ) για άμεση μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα (http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=381689&ct=3&dt=01%2F02%2F2011)
Ασφυκτικό πρέσινγκ για τη μείωση των μισθών μέσα από τις επιχειρησιακές συμβάσεις (http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11379&subid=2&pubid=52922992)

Είναι λοιπόν σαφές ότι η καλή μας κυβέρνηση απροκάλυπτα και χωρίς ντροπή έχει αδιαμαρτύρητα αναλάβει χρέη μαριονέτας. Ναι, ναι ξέρω, είναι για το καλό μας όπως λέει και ο ΓΑΠ και δακρύζει.
Και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να περάσεις σκληρά αντικοινωνικά μέτρα;
Κάπως έτσι το περιγράφει ο Τσόμσκυ:

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΔΙΑΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Για να γίνουν αποδεκτά τα διάφορα απαράδεκτα μέτρα, αρκεί η σταδιακή εφαρμογή τους, λίγο λίγο, επί συναπτά έτη. Κατά αυτόν τον τρόπο επιβλήθηκαν τις δεκαετίες του ΄80 και ΄90 οι δραστικά νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (νεοφιλελευθερισμός): ανύπαρκτο κράτος, ιδιωτικοποιήσεις, ανασφάλεια, ελαστικότητα, μαζική ανεργία, μισθοί που δεν εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα, τόσες αλλαγές που θα είχαν προκαλέσει επανάσταση αν είχαν εφαρμοστεί μονομιάς.

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΒΟΛΗΣ
Ένας άλλος τρόπος για να γίνει αποδεκτή μια αντιλαϊκή απόφαση είναι να την παρουσιάσουν ως «επώδυνη και αναγκαία», εξασφαλίζοντας τη συγκατάβαση του λαού τη δεδομένη χρονική στιγμή και εφαρμόζοντάς τη στο μέλλον. Είναι πιο εύκολο να γίνει αποδεκτή μια μελλοντική θυσία απ' ό,τι μία άμεση. Κατά πρώτον επειδή η προσπάθεια δεν καταβάλλεται άμεσα και κατά δεύτερον επειδή το κοινό, η μάζα, πάντα έχει την τάση να ελπίζει αφελώς ότι «τα πράγματα θα φτιάξουν στο μέλλον» και ότι οι απαιτούμενες θυσίες θα αποφευχθούν. Αυτό δίνει περισσότερο χρόνο στο κοινό να συνηθίσει στην ιδέα των αλλαγών και να τις αποδεχτεί με παραίτηση όταν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου.
http://www.facebook.com/note.php?note_id=10150117899239047

Περαστικά μας...

Tuesday, January 25, 2011

Πότε θα μας πετάξουν απ' το παράθυρο;

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Ακούω ολοένα και πιο συχνά από «ψύχραιμους» και «προοδευτικούς» ανθρώπους, όταν καλούνται να σχολιάσουν το μεταναστευτικό πρόβλημα, να αγανακτούν με τους ξένους που ήρθαν στο «σπίτι» τους (!!) και να αναρωτιούνται «ποιος τους κάλεσε;»
Εγώ θα άλλαζα το ερώτημα και από “ποιος τους κάλεσε” θα το έκανα “γιατί ξεσπιτώνονται και έρχονται σε μας;” ή ακόμα καλύτερα “ποιος φταίει που κάποιοι ρισκάρουν τη ζωή τους και την αξιοπρέπειά τους για να έρθουν στη χώρα μας και όχι μόνο;” Γιατί τους τη “βάρεσε” και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη γη που γεννήθηκαν για να έρθουν να εγκλωβιστούν σε μια χώρα υπό διάλυση; Πόσο μαζόχες είναι που επιμένουν να ζουν σαν τα ζώα αντί να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους;

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Συνηθίζεται να λέγεται ότι την ιστορία τη «γράφουν» οι νικητές. Αν και επί της ουσίας δεν θα διαφωνήσω, θα έλεγα ότι την ιστορία τη «γράφουν» οι ισχυροί. Η ισχύς αποτελεί το μελάνι της ιστορικής αφήγησης. Αν το δεχτούμε αυτό (και καλά θα κάνουμε να το δεχτούμε), τότε τα ερωτήματα προκύπτουν αναπόφευκτα: Τι γίνεται με τους «άλλους»; Με αυτούς που η ισχύς τους δεν ήταν αρκετή ώστε να γίνουν διαμορφωτές της ιστορικής εξέλιξης; Με ποιους όρους συμμετέχουν στη διαμόρφωση της ιστορικής πραγματικότητας; Ποιες είναι οι συνέπειες της εξουσίας που ασκεί επάνω τους το εδραιωμένο (δια της ισχύς) ιστορικό παράδειγμα;
Το ερώτημα γίνεται ιδιαίτερα κρίσιμο όταν αυτοί οι “άλλοι” αποτελούν το 85% του πληθυσμού που ζει σε αυτόν τον πλανήτη και τα φέρνει βόλτα με το 16% του παγκόσμιου εισοδήματος. Και για να το γυρίσω και ανάποδα, οι “ισχυροί” (sic) αυτού του πλανήτη, ίσα που φτάνουν το15% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά την ψιλοπαλεύουν σπαταλώντας το 84% του πλούτου που παράγεται παγκοσμίως!!!
Ας αφήσουμε τους αριθμούς (το internet μπορεί να βοηθήσει όσους θέλουν να τους διασταυρώσουν και να τους τσεκάρουν) και ας δούμε λίγο την ιστορία.
Από τα τέλη του 15ου αιώνα, η Ευρώπη έβαλε μπροστά για τη δημιουργία αυτού που σήμερα ονομάζουμε Δύση, Δυτικός Πολιτισμός, Δυτική Οικονομία, Καπιταλισμός κλπ κλπ.
Αφού γάμησε τον πολιτισμό και εξολόθρευσε τους γηγενείς πληθυσμούς μιας ολόκληρης ηπείρου (Αμερική), άρχισε να απλώνει τα ματωμένα χεράκια της σε Ασία, Ινδία και βέβαια Αφρική. Όλος αυτός ο ιμπεριαλιστικός βιασμός οδήγησε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένων αργότερα και των Ηνωμένων Πολιτειών) να ελέγχουν το 84,4% της χερσαίας επιφάνειας του πλανήτη.
Ο σκοπός ήταν ένας: ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΕΡΔΟΣ (αφήστε τις μαλακίες περί εκπολιτισμού και χριστιανικής φώτισης, αυτά είναι για τα κακόμοιρα τα παιδάκια στο σχολείο). Το σχέδιο ήταν απλό: Εμπορική εκμετάλευση (μερκαντιλισμός), ιδιοποίηση των οικονομικών πόρων των αποικιών, ασφυκτικοί δεσμοί εξάρτησης μεταξύ Μητρόπολης – Αποικίας. Από τη μία, οι “άλλοι” παρείχαν φθηνές πρώτες ύλες και εργατικά χέρια και από την άλλη, μετατρέπονταν σε αποκλειστικές αγορές των ευρωπαϊκών προϊόντων. Όλα τα σημερινά καθώς πρέπει και δημοκρατικά κράτη (Ισπανία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ιταλία) συμμετείχαν στο ιμπεριαλιστικό πάρτυ. Μάλιστα για να έχουν τα χεράκια τους καθαρά, τη βρώμικη δουλειά την ανέλαβαν επίσημα (με την εκχώρηση προνομίων από τα δυτικά κράτη) μετοχικές εμπορικές εταιρείες. Βλέπετε, μπορεί ο καλός θεός να μας έκανε έξυπνους εδώ στην Ευρώπη αλλά στους “άλλους” έδωσε ασήμι, χρυσό, διαμάντια, πετρέλαιο κ.α.
Γίναμε οι νταβάδες του πλανήτη. Εμείς το “κέντρο” και οι “άλλοι” η περιφέρεια (δικό μας είναι το σύστημα, όπως θελουμε το φτιάχνουμε). Εμείς οι ανεπτυγμένοι οι “άλλοι” οι υπανάπτυκτοι. Εμείς ο “πρώτος” και οι “άλλοι” ο τρίτος κόσμος.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Δύση έδειξε το ανθρώπινό της πρόσωπο και έληξε την ιμπεριαλιστική πολιτική της. Μην ανησυχείτε, δεν τρελάθηκε ο καπιταλισμός και αποφάσισε να αυτοκτονήσει, απλά άλλαξε τακτική. Το έγκλημα ήταν ήδη τέλεια οργανωμένο. Η εξάρτηση παρέμεινε και η εκμετάλευση αν και έμμεση εντάθηκε. Στο μετα-αποικιακό τοπίο δημιουργήθηκαν παρά φύση εθνικά κρατίδια, πολιτικά αδύναμα και εθνοτικά ανομοιογενή που αναπόφευκτα ταράζονταν και ταράζονται από ταραχές και εμφύλιες συρράξεις. Οι πολυεθνικές εταιρίες –σήμα κατατεθέν του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος- επενδύουν με επαχθείς οικονομικούς και κοινωνικούς όρους. Τα δυτικά κράτη δεσμέυουν την ανεξαρτησία των “υπανάπτυκτων” κρατών μέσω ασύμμετρων εμπορικών σχέσεων και δανεισμών.
Πλέον, τα αγαθά τα οποία υπερκαταναλώνουμε χωρίς σκέψη, παράγονται στην “περιφέρεια” από παιδιά και ενήλικους κάτω από απάνθρωπες συνθήκες και με ελάχιστο οικονομικό κόστος.
Και, βέβαια, όπου δεν τα καταφέρνουμε με το “καλό” υπάρχουν οι πόλεμοι (στους οποίους, φυσικά, εμείς δεν συμμετέχουμε) και η υποστήριξη τρελών δικτατορίσκων, που συντηρούν ή επαναφέρουν το παιχνίδι στα μέτρα μας.
Ένα παιχνίδι που αφήνει τη συντριπτική πλειοψηφία του πλανήτη να αιμορραγεί. Ένα παιχνίδι που αφήνει ανθρώπους να αλληλοσκοτώνονται προκειμένου να βρίσκουν αγορές οι στρατιωτικές βιομηχανίες της Δύσης. Ένα παιχνίδι που αφήνει παιδάκια να πεθαίνουν από την πείνα, όχι γιατί δεν υπάρχουν τα τρόφιμα και τα αγαθά, αλλά γιατί αυτά είναι συσσωρευμένα πίσω από τα τείχη που ολοένα και αυξάνονται και “προστατεύουν” εμάς τους “ανεπτυγμένους”. Ένα παιχνίδι που ορίζει το επίπεδο του βιοτικού μας επιπέδου σε σχέση με την εξαθλίωση και την εκμετάλευση των “άλλων”.

ΚΑΙ ΟΜΩΣ:
Όταν όλοι αυτοί που εμείς έχουμε καταδικάσει σε μια άθλια και αφόρητη ζωή, τολμήσουν να χτυπήσουν την “πόρτα” μας στην προσπάθειά τους για μια καλύτερη ζωή, με αδιανόητο θράσος ρωτάμε “ποιος σας κάλεσε”!!!!

Κι εγώ με τη σειρά μου αναρωτιέμαι: πόσο καιρός μας μένει μέχρι να σπάσουν την πόρτα και μας πετάξουν απ’ το παράθυρο;