Saturday, July 16, 2011

Φετίχ


Πουτάνα.
Η πρώτη λέξη που έμαθα όταν έφτασα στην Ελλάδα. Αυτό είμαι. Για τους ντόπιους είμαι μια πουτάνα από την Ουκρανία. Απλά πράγματα. Για μένα τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά. Είμαι πουτάνα σκέτη. Όσοι νομίζετε ότι τα λόγια μου βγάζουν πίκρα και απόγνωση κάνετε λάθος.
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Έχω όλα τα προσόντα για να είμαι αυτό που είμαι. Αντικειμενικά είμαι όμορφη. Πολύ όμορφη! Μουνάρα! -Η δεύτερη λέξη που έμαθα σ΄αυτή τη χώρα- Όταν κοιτάζομαι γυμνή στον καθρέφτη είμαι σίγουρη ότι έκανα τη σωστή επιλογή. Ένα αντικείμενο του πόθου με σάρκα και οστά. Λες και τα γονίδιά μου παρέκαμψαν τη γονική γραφειοκρατία και ήρθαν κατ’ ευθείαν από τις αμαζόνες της Σκυθίας. Θα μπορούσα να σας περιγράψω το στήθος μου, το σχήμα του, το μέγεθός του, τη στάση του. Θα μπορούσα ακόμα να σας πω για τη θέα που αντικρίζει κάποιος όταν με κοιτά από πίσω. Θα ήταν εύκολο να σας κολάσω με την ηλικία μου. Δεν νομίζω ότι θα το κάνω. Πιστέψτε με όμως, δεν θα υπερέβαλλα ό,τι και αν σας έλεγα.
Για μένα το σεξ είναι ό,τι για τους υπόλοιπους το οξυγόνο. Η αναγκαία συνθήκη για να ζεις. Δεν μιλάω για έρωτα. Μιλάω για ωμή, πρωτόγονη σαρκική απόλαυση. Δεν κυνηγάω την ομορφιά, παρά μόνο τη λαγνεία.

Να βάλω μια παρένθεση εδώ.
Δεν υπήρξα ποτέ θύμα εμπόρων λευκής σαρκός. Δεν είμαι οικονομική μετανάστης, ούτε πολιτική πρόσφυγας. Δεν περπάτησα από τον Καύκασο μέχρι εδώ. Όχι. Ήρθα με μία ασημί mercedes πριν από δύο χρόνια. Δεν βασανίστηκα από το καθεστώς. Για την ακρίβεια δεν θυμάμαι να το γνώρισα καλά καλά. Όταν αυτό έφευγε, εγώ ερχόμουν. Μεγάλωσα και με μαμά και με μπαμπά, οι οποίοι μου έδωσαν όση αγάπη μπορούσα να ζητήσω. Στα δεκατέσσερά μου ήμουν ήδη σολίστ στη συμφωνική του Κιέβου. Με έδιωξαν όταν με βρήκαν στα καμαρίνια με τρία αγόρια και δύο κορίτσια.

Ναι, δεν κυνήγησα ποτέ την ομορφιά. Για μένα αρκεί μόνο η επαφή με ένα άλλο κορμί. Τα δέρματα που τρίβονται. Τα πρόσωπα που εισβάλουν αδιάκριτα σε κάθε μυχό του σώματος. Οι μυρωδιές που εξακοντίζονται από κάθε πόρο και ξυπνούν πρωτόγονα ένστικτα. Οι χυμοί που αναβλύζουν απ’ όπου χάσκει η άβυσσος του πάθους. Χαρτογραφούσα πάντα τα ανθρώπινα ένστικτα χωρίς να μ’ ενδιαφέρει αν αυτός που έχω απέναντί μου είναι γυμνασμένος, αν έχει μεγάλη κοιλιά, αν είναι γεμάτος ρυτίδες, αν το κορμί του το καλύπτουν οι τρίχες, αν το δέρμα του είναι σαν μικρού παιδιού, αν έχει μόριο ή κόλπο... Κανέναν δεν σιχαινόμουν, με κανέναν δεν χρειάστηκε να προσποιηθώ.

Δεν ήμουν πάντα πουτάνα.
Θέλω να πω ότι χρησιμοποιούσα το κορμί μου -αποκλειστικά για να ικανοποιήσω τις δικές μου ορέξεις- πολύ πριν αποφασίσω να το χρίσω μέσο παραγωγής χρήματος. Πολύ πριν καταλάβω ότι η δουλειά και η απόλαυση μπορούν και ΠΡΕΠΕΙ να συνδυάζονται!
Φανταστείτε την ηδονή που ένιωθα όταν μεθυσμένη και εξαντλημένη από τη γλύκα ενός ακόμα οργασμού, παρατηρούσα τα, ολοένα και περισσότερα, χαρτονομίσματα που ξεκουράζονταν πάνω στα σεντόνια, στο κομοδίνο ή στο χαλί. Στα δεκαοχτώ μου αγόρασα το πρώτο μου αυτοκίνητο. Χωρίς γραμμάτια. Άνοιξα την τσάντα μου και άδειασα τα χρήματα πάνω στο τραπέζι του έκπληκτου πωλητή. Μετά από λίγους μήνες αποφάσισα να φύγω. Είχα βαρεθεί το κρύο. «Στην Ελλάδα έχει πάντα ζέστη», μου είχε πει ένας φοιτητής από την Καβάλα. Η ζέστη και το τεράστιο πουλί του με έκαναν να πιστέψω ότι αυτή η χώρα θα ήταν ο παράδεισός μου.

Εδώ, ήμουν από την πρώτη μέρα η πουτάνα από την Ουκρανία. Αυτό έκανε τα πράγματα πιο απλά και ξεκάθαρα. Ήξερα τι ήμουν και τι ζητούσα. Δεν δυσκολεύτηκα. Αγόρασα σπίτι σε καλή περιοχή. Το ένα δωμάτιο το έκανα γκαρνταρόμπα. Σήμερα είναι σχεδόν γεμάτο από πανάκριβα ρούχα και παπούτσια.
Είμαι λάτρης του ωραίου. Δεν μιλάω για τους ανθρώπους. Μιλάω για τα αντικείμενα. Όσο αδιάκριτη είμαι με τους ανθρώπους, τόσο -και περισσότερο- επιλεκτική είμαι με τα άψυχα πράγματα. Καθόλου άψυχα. Για μένα η ψυχή τους βρίσκεται στο στυλ. Στη γοητεία της έμπνευσης του δημιουργού τους. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας, όταν δεν πηδιέμαι, τις περνάω ξεφυλλίζοντας περιοδικά μόδας και ντιζάιν απ’ όλο τον κόσμο. Τίποτα δεν μπαίνει μέσα στο σπίτι αν δεν έχει περάσει πρώτα από κάποια σελίδα αυτών των περιοδικών.
Οι υπογραφές είναι το φετίχ μου. Alexander McQueen, Alvar Aalto, Frank Gehry, Balenciaga, Le Corbusier. Όπου κι αν κοιτάξεις θα τις δεις. Ίσως αυτός να είναι (άλλος) ένας λόγος που δεν έχω σκεφτεί ποτέ να κάνω παιδιά. Με πιάνει φρίκη στην ιδέα ότι αυτό το σπίτι θα μπορούσε να βανδαλιστεί από κάποιο αφηνιασμένο πιτσιρίκι που ανακάλυψε ότι οι μαρκαδόροι γράφουν σε οποιαδήποτε επιφάνεια και ότι το φαγητό του μπορεί να δημιουργήσει πρωτότυπες συνθέσεις πάνω στην κατάλευκη Barcelona του Van der Rohe!

Barcelona. Δεν ξέρω αν είναι το κατάλληλο όνομα για μια πολυθρόνα, που έχει μείνει στην ιστορία του σύγχρονου design, αλλά για μένα αποτελεί τον ιερό τόπο του σπιτιού μου. Το Άγιο Δισκοπότηρο της συλλογής μου. Βρίσκεται μόνη της στο κέντρο του καθιστικού. Δεν υπάρχει τίποτα δίπλα της σε απόσταση δύο μέτρων. Οποιοδήποτε αντικείμενο κοντά της θα ήταν μια ιεροσυλία. Σαν να προσπαθούσα να προσθέσω έστω και μία νότα στην Άνοιξη του Vivaldi. Σαν να ζωγράφιζα μια τελεία σε κάποιον πίνακα του Miro!
Το λευκό της δέρμα φαντάζει αμόλυντο. Η απλότητά της αποκαλυπτική. Δύο μεταλλικά τόξα, σαν το ίχνος που αφήνει το τεντωμένο ανθρώπινο κορμί την ώρα της εκστασης, στηρίζουν τα δύο ανεξάρτητα παραλληλόγραμμα μαξιλάρια. Πάνω τους, σε απόλυτη συμμετρία, μικρά δερμάτινα κουμπιά, μετατρέπουν την απαλή επιφάνεια σε μια μονόχρωμη σκακιέρα. Όταν κλείνω τα μάτια και αφήνω τα ακροδάχτυλά μου να χαιδέψουν τις αρμονικές πτυχώσεις, τ’ αυτιά μου πλημμυρίζουν από κρυστάλλινες νότες βγαλμένες από κάποια σύνθεση του Nyman. Ποτέ δεν φοράω ρούχα όταν ξαπλώνω πάνω της. Θα ήμουν εντελώς γυμνή, αν δεν με προκαλούσε τόσο η αντίθεση των μαύρων εσωρούχων πάνω στο λευκό της δέρμα. Η απόλυτη συνάντηση. Το φως και το σκοτάδι. Η φαντασία και η πραγματικότητα. Το δέρμα μου πάνω στο δέρμα της. Το πρώτο ανατρίχιασμα πάνω στην κρύα αγκαλιά της μετατρέπεται γρήγορα σε ένα λιγωμένο βύθισμα, σε μια ονειρική ζάλη. Απορροφά τη θερμοκρασία του κορμιού μου και γινόμαστε ένα. Οι αισθήσεις χάνονται σε αυτήν τη ρευστότητα. Δεν ξέρω αν χαιδεύω εμένα ή αυτή. Δεν έχει σημασία. Το δέρμα μου πάνω στο δέρμα της. Μόνο αυτό μετράει. Η μοναχική έκσταση στην κορύφωσή της!

Μέχρι χθες το βράδυ κανείς, εκτός από μένα, δεν είχε καθήσει πάνω της. Έχουν περάσει αμέτρητοι, άντρες και γυναίκες, από το σπίτι μου. Έχω γαμηθεί μαζί τους σε κάθε γωνιά του. Κάθε δωμάτιο, κάθε τοίχος, κάθε έπιπλο έχει πάνω του τα αποτυπώματα αμέτρητων συνευρέσεων. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι αν έριχνα επάνω τους ένα υπέρυθρο φως τότε -όπως στις αστυνομικές ταινίες- θα αποκαλύπτονταν όλες οι αποδείξεις τις νυμφομανίας μου. Παντού εκτός από εκεί. Υπήρξε πάντα το προσωπικό μου άβατο. Το μοναδικό μου καταφύγιο.
Μέχρι χθες το βράδυ, που χτύπησε το κουδούνι της πόρτας μου.
Ήταν η μάνα μου. Είχα να τη δώ από τη μέρα που έφυγα. Έμεινα αποσβολωμένη να την κοιτάζω στο κατώφλι της πόρτας. Μου χαμογέλασε και με πήρε στην αγκαλιά της. Δεν κουνήθηκα. Έμεινα με τα χέρια κρεμασμένα κοιτώντας πίσω της τον σκοτεινό διάδρομο της πολυκατοικίας. Σήκωσα αμήχανα τα χέρια, σε μια αδέξια ανταπόκριση της αγκαλιάς της. Γύρισα το βλέμα μου σ’ αυτήν. Είχα ξεχάσει πόσο όμορφη ήταν. Της έκανα νόημα να περάσει. Χωρίς να καταλάβω το γιατί, την οδήγησα στην πολυθρόνα. Την κοίταξε με περιέργεια. Πλησίασε διστακτικά. Ξέρω ότι ήταν πολύ μοντέρνα για τα γούστα της και σίγουρα αμφισβητούσε τη χρηστικότητά της, όμως δεν ήθελα να καθήσει πουθενά αλλού. Ακούμπησε την τσάντα της στο πάτωμα και με μια ελαφριά κίνηση του ποδιού, την έσπρωξε ακριβώς κάτω από την πολυθρόνα. Κάθισε πάνω της σχεδόν σαν να μην καθόταν. Της χαμογέλασα. Αυτό της έδωσε θάρρος. Στηρίχτηκε στα δυο της χέρια και έσπρωξε τον κορμό της προς τα μέσα, μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε την πλάτη της πολυθρόνας. Άφησε έναν αναστεναγμό. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα. Έμοιαζε λες και είχε αφομοιωθεί στο δέρμα της πολυθρόνας. Καμία αντίθεση. Λευκό σε λευκό. Καμία διαφωνία. Η απουσία της αντίστιξης με τάραξε. Το μόνο που μπορούσα πλέον να ξεχωρίσω, μέσα από όλη αυτή τη συμφωνία της λευκότητας, ήταν το πρόσωπό της. Τα πανέμορφα μεγάλα μαύρα μάτια της. Μου έλειψες, της είπα, πέρασαν δύο χρόνια. Μου χαμογέλασε ξανά. Πέρασαν πολύ περισσότερα, μου απάντησε.
Την κοίταξα με απορία. Έσκυψε κάτω από την πολυθρόνα και έφερα στα πόδια της την τσάντα της. Την άνοιξε κι έβγαλε από μέσα της κάτι που έμοιαζε με πρόχειρα τυλιγμένο δώρο. Το ακούμπησε μπροστά της στο υποπόδιο τής πολυθρόνας.
Το χαρτί του περιτυλίγματος ήταν σελίδες από το αγαπημένο μου παραμύθι, όταν ήμουν μικρή. Ήταν η ιστορία ενός κοριτσιού, που μια μέρα βούτηξε στη θάλασσα και συνειδητοποίησε ότι μπορούσε και ανέπνεε όπως και τα ψάρια. Από εκείνη τη στιγμή επέλεξε να ζήσει στο βυθό που ήταν τόσο εξωτικός και πολύχρωμος, σε αντίθεση με το μουντό γκρίζο χωριό της. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη που μετά από λίγο καιρό ξέχασε την προηγούμενη ζωή της και πίστεψε πως πάντα ανήκε εκεί. Ήταν τόσο ξεχωριστή στο βυθό και αυτό την έκανε ευτυχισμένη. Δεν έμοιαζε με κανένα από τα πλάσματα που συναντούσε. Όλα την κοίταζαν με θαυμασμό και περιέργεια. Όλα ήθελαν να την κάνουν παρέα. Να περάσουν έστω και μερικά λεπτά μαζί της. Να αγγίξουν τα μαλλιά της, τα δάχτυλά της, το δέρμα της. Ήξεραν όμως πως κατά βάθος δεν ανήκε στον δικό τους κόσμο. Μετά από χρόνια ασταμάτητης διασκέδασης, το κορίτσι έπαψε να εισπράττει τον θαυμασμό των άλλων. Αυτό την ενόχλησε και αποφάσισε να εγκαταλείψει τον βυθό και να επιστρέψει στο χωριό της. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μετά από τόσα χρόνια κανείς δεν θα την αναγνώριζε...
Δεν θα το ανοίξεις; Η φωνή της μάνας μου σταμάτησε απότομα την ονειροπόληση. Άρχισα να ξετυλίγω το χαρτί.
Δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία να σας πω τι ήταν τυλιγμένο μέσα στις σελίδες του παραμυθιού. Ας πούμε ότι ήταν κάτι τόσο ασήμαντο όσο ένα κουτάλι ή ένα στυλό ή ακόμα ένα εισιτήριο λεωφωρείου.

Σήμερα που κάθομαι πάλι μόνη μου στην αγαπημένη μου Barcelona σκέφτομαι ξανά τα λόγια της: Πέρασαν πολύ περισσότερα χρόνια...
Λές;

Το κρύο στον Βορρά δεν έχει τρόπους


Το κρύο εδώ στον Βορρά δεν έχει τρόπους.
Είναι τραχύ και αφιλόξενο. Η βόλτα στην πόλη αποκτά συνωμοτικό χαρακτήρα. Προχωράς σύριζα στους τοίχους για να αποφύγεις τις κρύες ριπές του αέρα. Στρουθοκαμηλίζεις χώνοντας το κεφάλι μέσα στους γούνινους γιακάδες απ’ το πανωφόρι σου, μπας και του κρυφτείς. Τα μάτια σου ψάχνουν με αγωνία κάποια βιτρίνα με θολωμένα τζάμια, ελπίζοντας στη ζεστασιά και τη θαλπωρή ενός εστιατορίου ή ενός καφέ.

Όπως τούτο δω, που θα στοιχημάτιζες ότι υπάρχει μόνο και μόνο για να αντιστέκεται στην αγένεια του ολλανδικού χειμώνα. Η πρώτη εντύπωση που σου δίνει είναι ότι έκανες λάθος και μπήκες απρόσκλητος σε μια «κλειστή» λέσχη, Άγγλων ευγενών του 19ου αιώνα. Η μυρωδιά από καπνό και πολυκαιρισμένο δέρμα μαρτυρά την αυθεντικότητα του χώρου. Όπου και να γυρίσει το μάτι σου δεν θα μπορέσει να διακρίνει ούτε μερικά εκατοστά γυμνού τοίχου. Παντού ξύλο. Από τα σεπαρέ με τις νεοκλασικές στήλες που «κρατάνε» τα φιμέ τζάμια με τον Αρ Νουβώ διάκοσμο, μέχρι τα ξύλινα επενδεδυμένα τζάκια και την τεράστια βιβλιοθήκη που φτάνει ως το ταβάνι και κουβαλά πάνω της αμέτρητα δερματόδετα βιβλία. Όλα στο χρώμα της σκούρας καρυδιάς, κόντρα στο παγερό λευκό του χιονιού.
Η σάλα είναι ευρύχωρη και οι δερμάτινες Chesterfield πολυθρόνες, σε προκαλούν να χωθείς μέσα τους. Στην κυριολεξία, αφού η πλάτη σε αγκαλιάζει και ξεπερνά κατά πολύ το ύψος του κεφαλιού σου. Το δέρμα, στο χρώμα του μελιού, δίνει ανάσες στο αποπνικτικό του ξύλου.
Παρ’ όλα αυτά, οι θαμώνες του καφέ δεν θυμίζουν σε τίποτα μεσήλικες αριστοκράτες ή έστω αστούς του περασμένου αιώνα. Κυρίως νέοι, αγόρια και κορίτσια που πίνουν καφέ ή μπίρα, μιλώντας δυνατά με ανεβασμένα τα πόδια πάνω στο μαλακό δέρμα των καθισμάτων τους.

Και μέσα σ’ αυτό το πολύχρωμο τσίρκο μια κυρία, ηλικιωμένη, που μοιάζει σαν να την ξέχασε ο χρόνος. Μάλλον, καλύτερα, φαίνεται ότι έχει τσακωθεί μ’ αυτόν. Λες και έριξε άγκυρα πριν πολλά πολλά χρόνια και από τότε αντιστέκεται με νύχια και με δόντια στα μανιασμένα κύματα του χρόνου.
Τα βλέμματα που πέφτουν πάνω της είναι σαρκαστικά. Στα μάτια των περισσοτέρων είναι η «τρελή του χωριού». Δύσκολο να τους αδικήσεις, παρατηρώντας την. Η υπερβολή είναι τόσο επιδεικτική που δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Τα στεγνά της χείλια μοιάζουν να υποφέρουν από τις αλλεπάλληλες στρώσεις κόκκινου κραγιόν. Οι ψεύτικες βλεφαρίδες κρέμονται μαραμένες από τα κουρασμένα βλέφαρα. Το τεράστιο γαλάζιο καπέλο με το φτερό παγωνιού και τη θαμπή τυρκουάζ πέτρα στο πλάι, σκιάζει το πρόσωπό της. Τα, κάποτε, ξανθά μαλλιά της, μοιάζουν με σκόρπιες αχυρένιες τούφες που, χωρίς την αρωγή του καπέλου, θα αδυνατούσαν να καλύψουν το δέρμα του κρανίου της.
Κι όμως, η στάση της δείχνει μια γυναίκα υπερήφανη, στα μάτια της εξακολουθεί να φέγγει η σπίθα της χαμένης νιότης της. Κάθεται σταυροπόδι με όλη τη σημειολογία μιας Κυρίας. Απολαμβάνει τον καφέ προσέχοντας να μη λερώσει την κατακίτρινη απογευματινή τουαλέτα της, που μάλλον, το κατάστημα απ’ όπου την αγόρασε έχει κλείσει απ’ τον Μεσοπόλεμο.
Παρ’ όλη τη φασαρία του χώρου, νιώθω ότι «ακούω» τη σκέψη της.

Όλο και λιγότερο γούστο, όλο και περισσότερος θόρυβος , όλο και περισσότερη αναίδεια. Αναίδεια απέναντι στο κάλλος και στο στυλ που δίνει νόημα στη ζωή. Τα ζώα! Αυτά δεν έχουν γούστο! Τα ζώα δεν ζουν με στυλ! Κατακτήσαμε το ωραίο για τι; Για να ξαναγίνουμε ζώα; Κοίτα τους πως κάθονται πάνω στο μαλακό δέρμα. Μα τι λέω, δεν κάθονται. Το καβαλάνε με αλαζονεία λες και θέλουν να τιθασεύσουν τη γοητεία του. Τα ρούχα τους δεν είναι τίποτε άλλο από χρηστικά αντικείμενα. Σκεπάζουν τη γύμνια του κορμιού τους αλλά όχι και την ένδεια της αισθητικής τους.
Ξαναγίναμε ζώα! Η ξιπασιά της κατανάλωσης. Η ασέβεια της ασυδοσίας που ονομάζουν ελευθερία. Η ελαφρότητα της ύπαρξης, η αναίδεια απέναντι στον θάνατο.
Ο θάνατος... ναι, αυτός κρατάει ακόμα μια δόση γοητείας. Τη γοητεία ενός σοβαρού καλοντυμένου άντρα. Ο θάνατος είναι κομψός και ευγενικός. Άλλωστε το τέλος μιας ζωής είναι αρκετά σοβαρό γεγονός για να το χειρίζεται ένας άξεστος. Το τελευταίο καταφύγιο της κυνηγημένης κομψότητας, το έσχατο σύνορο της σοβαρότητας...

Χωρίς να χαλάσει καθόλου τη στάση της, άνοιξε την τσάντα και έβγαλε από μέσα το κραγιόν. Πήρε τη μικρή χαρτοπετσέτα, κάτω από το ποτήρι του καφέ και άρχισε να γράφει κάτι πάνω της. Την παραμέρισε και σήκωσε το βλέμμα να βρει το γκαρσόν. Το πρόσωπό της είχε μια απόκοσμη ηρεμία. Άφησε τα χρήματα πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε. Τα βλέμματα, τα γελάκια και τα ψιθυριστά σχόλια δεν την άγγιζαν. Ήταν σαν όλα να συνέβαιναν σε μια άλλη διάσταση. Έφτασε στη πόρτα. Ο σερβιτόρος έτρεξε να της την ανοίξει. Πρόλαβα και είδα ένα ανέλπιστο χαμόγελο στα χείλη της.
Η χαρτοπετσέτα βρισκόταν ακόμα πάνω στο τραπεζάκι. Δεν αντιστάθηκα στην περιέργειά μου. Την πήρα στα χέρια μου και τη διάβασα: Η ύστατη απώλεια, το τελευταίο καταφύγιο...

Έξω από το καφέ ακούστηκαν φωνές. Βγήκα τρέχοντας. Ο σερβιτόρος στεκόταν παγωμένος και τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Το γαλάζιο καπέλο ήταν πεταμένο στην άκρη του πεζοδρομίου. Κοίταξα στο δρόμο. Μπροστά από ένα ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο, βρισκόταν εκείνη ξαπλωμένη. Η κατακίτρινη απογευματινή τουαλέτα της άρχισε να ποτίζει από ένα βαθυκόκκινο χρώμα. Το κεφάλι της ήταν γυμνό και τα, κάποτε, ξανθά λιγοστά μαλλιά της δεν έφταναν να το καλύψουν. Σήκωσα το καπέλο και προσπάθησα να κρύψω τη γύμνια του κρανίου της.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου προσπαθούσε να εξηγήσει στον κόσμο που είχε σχηματίσει έναν αδιάκριτο κύκλο γύρω της. Έπεσε πάνω μου σαν τυφλή! Δεν πρόλαβα ν΄αντιδράσω.
Ο σερβιτόρος παρέμενε ακίνητος έξω από την πόρτα του καφέ και κοίταζε τον δρόμο. Είχε μια ανέκφραστη σοβαρότητα στο πρόσωπό του. Μου ήρθαν στο νου τα λόγια του Μονταίνιου: Ο ανείπωτος πόνος είναι και ανέκφραστος.
Ένας κομψός πόνος, σκέφτηκα.

Μια παγωμένη ριπή του αέρα, άρπαξε το φτερό παγωνιού και το πέταξε στο λασπωμένο χιόνι.
Το κρύο εδώ στον Βορρά δεν έχει τρόπους...