Saturday, October 8, 2011

Μια σύγκριση


Με αφορμή το δοκίμιο της Sylvia Plath "A comparison"

Θα μπορούσε κάποιος να συμφωνήσει ή απλά, με την ίδια ευκολία, να διαφωνήσει με τις σκέψεις της Sylvia Plath. Θα μπορούσε ακόμα να αναρωτηθεί, γι αυτό που η ίδια παρουσιάζει σαν ζήλεια απέναντι σε έναν μυθιστοριογράφο. Ίσως πραγματικά να τον ζηλεύει, ίσως, όμως, αυτός ο εκθειασμός να μην είναι τίποτε άλλο από ένας τρόπος για να αποδειχτεί η υπεροχή τής δικιά της τέχνης.
Κάποιος άλλος θα ισχυριζόταν ότι, ενδεχομένως, τίποτε από τα δύο να μην έχει σημασία, αφού η πραγματική τέχνη δεν καθορίζεται από το μέσο που την παράγει, ούτε καν από τη μορφή μέσω της οποίας ερχόμαστε σε επαφή μαζί της, αλλά από την ικανότητά της να προκαλεί και να δοκιμάζει τα όρια της ανθρώπινης δημιουργικότητας και ευαισθησίας.
Αποδομώντας το μυθιστορήμα και την ποίηση, μπορούμε να πούμε ότι και τα δύο αποτελούν μορφές άσκησης της τέχνης της γραφής. Όσο λογικό ακούγεται, άλλο τόσο αυθαίρετο και άδικο είναι, και για τα δύο είδη.
Η γοητεία της σύγκρισης βρίσκεται στις διαφορές και το μυθιστόρημα και η ποίηση έχουν πολλές να προσφέρουν.

Από τη μία το μυθιστόρημα. Πληθωρικό, σπάταλο, γεναιόδωρο. Ένα μικρό παιδί που δοκιμάζει και πειραματίζεται χωρίς να φοβάται να κάνει λάθος. Από την άλλη το ποίημα φαντάζει απόμακρο, αυστηρό, προνοητικό. Ένας στρατιώτης που δοκιμάζεται στην πειθαρχία, ένας μοναχός που ερωτεύεται την ασκητική. Οι λέξεις στο ποίημα έχουν μια απαρέκλιτη αποστολή. Ένα αβάσταχτο βάρος και ταυτόχρονα μια ιδεώδη οικονομία, που τη συναντά κανείς μόνο στη μουσική. Αντίστιξη και αρμονία. Τίποτα περιττό σε αυτό το μοναδικό συντάιριασμα των λέξεων. Η δημιουργία σε ενικό αριθμό.

Έτσι αυθαίρετα και το μυθιστόρημα σε αριθμό πληθυντικό. Με την πολυτέλεια του περίσσιου. Με τις πολλές επιλογές και τις άλλες τόσες μετανοήσεις. Ας μη βιαστεί όμως κανείς να το χαρακτηρίσει ως αφελές. Κάθε άλλο. Είναι αυτό που βρίσκεται κοντύτερα στο Λόγο. Αυτό που με τόσο πείσμα φλερτάρει με την αλήθεια. Ακόμα και τη στιγμή που -λόγω της φύσης του- ψεύδεται, η πραγματικότητα είναι πάντα παρούσα. Ένα σωρό πράγματα βρίσκονται εκεί για να διαδώσουν το οικείο, το γνωστό. Μία καρέκλα, ένα πακέτο τσιγάρα, ένα φόρεμα, ένα ραντεβού μία βροχή. Ακόμα και τη στιγμή που αψηφά το χρόνο, το κάνει με όλες τις συμβάσεις. Το χθές ανήκει στον αόριστο, το αύριο στο μέλλον, το σήμερα παραμένει εφήμερο.

Ο χρόνος στην ποίηση είναι ανοίκειος, εμβόλιμος. Πεπερασμένος και άπειρος μαζί. Η αποθέωση της στιγμής.
Η ποίηση αδιαφορεί για την αλήθεια. Κάθε λέξη είναι και μία επίφαση. Δεν έχει σημασία η μορφή αλλά το αδιόρατο σημαινόμενο που αναδύεται μέσα από αυτή.
Η καρέκλα παύει να είναι καρέκλα, η βροχή γίνεται μετέωρη υπόνοια θλίψης και ένα φόρεμα αντί να ντύσει ένα όμορφο σώμα βρίσκεται εκεί για να αποκαλύψει μια αναπόφευκτη απώλεια.

Το μυθιστόρημα έχει υπομονή. Έχει τον χρόνο με το μέρος του. Μπορεί να πολιορκεί τον αναγνώστη περιμένοντας τη στιγμή που εκείνος θα υποταχθεί στη δύναμή του. Το ποίημα έχει μία και μόνο ευκαιρία. Μία και μοναδική επίθεση στις αισθήσεις. Αναπόφευκτα η δομή του θα πρέπει να είναι αιχμηρή, αποτελεσματική. Η δεξιοτεχνία δεν υπηρετεί την καλαισθησία. Αποτελεί ζωτική ανάγκη στην τέχνη της ποίησης.
Ο αφορισμός του λάθους και η αδιαλλαξία του απόλυτου...

Θα τολμούσα να συμπεράνω ότι το μυθιστόρημα είναι ατελές, με την έννοια του ανθρώπινου, ενώ η ποίηση απόμακρη, σε θεϊκή απόσταση από τα ανθρώπινα μέτρα.

Ως άθεο, η ποίηση -όπως και η μουσική- με βάζει στον πειρασμό να κρυφοκοιτάξω από την κλειδαρότρυπα τη θεϊκή υπόσταση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Και αυτό είναι σκάνδαλο.