Saturday, July 16, 2011

Το κρύο στον Βορρά δεν έχει τρόπους


Το κρύο εδώ στον Βορρά δεν έχει τρόπους.
Είναι τραχύ και αφιλόξενο. Η βόλτα στην πόλη αποκτά συνωμοτικό χαρακτήρα. Προχωράς σύριζα στους τοίχους για να αποφύγεις τις κρύες ριπές του αέρα. Στρουθοκαμηλίζεις χώνοντας το κεφάλι μέσα στους γούνινους γιακάδες απ’ το πανωφόρι σου, μπας και του κρυφτείς. Τα μάτια σου ψάχνουν με αγωνία κάποια βιτρίνα με θολωμένα τζάμια, ελπίζοντας στη ζεστασιά και τη θαλπωρή ενός εστιατορίου ή ενός καφέ.

Όπως τούτο δω, που θα στοιχημάτιζες ότι υπάρχει μόνο και μόνο για να αντιστέκεται στην αγένεια του ολλανδικού χειμώνα. Η πρώτη εντύπωση που σου δίνει είναι ότι έκανες λάθος και μπήκες απρόσκλητος σε μια «κλειστή» λέσχη, Άγγλων ευγενών του 19ου αιώνα. Η μυρωδιά από καπνό και πολυκαιρισμένο δέρμα μαρτυρά την αυθεντικότητα του χώρου. Όπου και να γυρίσει το μάτι σου δεν θα μπορέσει να διακρίνει ούτε μερικά εκατοστά γυμνού τοίχου. Παντού ξύλο. Από τα σεπαρέ με τις νεοκλασικές στήλες που «κρατάνε» τα φιμέ τζάμια με τον Αρ Νουβώ διάκοσμο, μέχρι τα ξύλινα επενδεδυμένα τζάκια και την τεράστια βιβλιοθήκη που φτάνει ως το ταβάνι και κουβαλά πάνω της αμέτρητα δερματόδετα βιβλία. Όλα στο χρώμα της σκούρας καρυδιάς, κόντρα στο παγερό λευκό του χιονιού.
Η σάλα είναι ευρύχωρη και οι δερμάτινες Chesterfield πολυθρόνες, σε προκαλούν να χωθείς μέσα τους. Στην κυριολεξία, αφού η πλάτη σε αγκαλιάζει και ξεπερνά κατά πολύ το ύψος του κεφαλιού σου. Το δέρμα, στο χρώμα του μελιού, δίνει ανάσες στο αποπνικτικό του ξύλου.
Παρ’ όλα αυτά, οι θαμώνες του καφέ δεν θυμίζουν σε τίποτα μεσήλικες αριστοκράτες ή έστω αστούς του περασμένου αιώνα. Κυρίως νέοι, αγόρια και κορίτσια που πίνουν καφέ ή μπίρα, μιλώντας δυνατά με ανεβασμένα τα πόδια πάνω στο μαλακό δέρμα των καθισμάτων τους.

Και μέσα σ’ αυτό το πολύχρωμο τσίρκο μια κυρία, ηλικιωμένη, που μοιάζει σαν να την ξέχασε ο χρόνος. Μάλλον, καλύτερα, φαίνεται ότι έχει τσακωθεί μ’ αυτόν. Λες και έριξε άγκυρα πριν πολλά πολλά χρόνια και από τότε αντιστέκεται με νύχια και με δόντια στα μανιασμένα κύματα του χρόνου.
Τα βλέμματα που πέφτουν πάνω της είναι σαρκαστικά. Στα μάτια των περισσοτέρων είναι η «τρελή του χωριού». Δύσκολο να τους αδικήσεις, παρατηρώντας την. Η υπερβολή είναι τόσο επιδεικτική που δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Τα στεγνά της χείλια μοιάζουν να υποφέρουν από τις αλλεπάλληλες στρώσεις κόκκινου κραγιόν. Οι ψεύτικες βλεφαρίδες κρέμονται μαραμένες από τα κουρασμένα βλέφαρα. Το τεράστιο γαλάζιο καπέλο με το φτερό παγωνιού και τη θαμπή τυρκουάζ πέτρα στο πλάι, σκιάζει το πρόσωπό της. Τα, κάποτε, ξανθά μαλλιά της, μοιάζουν με σκόρπιες αχυρένιες τούφες που, χωρίς την αρωγή του καπέλου, θα αδυνατούσαν να καλύψουν το δέρμα του κρανίου της.
Κι όμως, η στάση της δείχνει μια γυναίκα υπερήφανη, στα μάτια της εξακολουθεί να φέγγει η σπίθα της χαμένης νιότης της. Κάθεται σταυροπόδι με όλη τη σημειολογία μιας Κυρίας. Απολαμβάνει τον καφέ προσέχοντας να μη λερώσει την κατακίτρινη απογευματινή τουαλέτα της, που μάλλον, το κατάστημα απ’ όπου την αγόρασε έχει κλείσει απ’ τον Μεσοπόλεμο.
Παρ’ όλη τη φασαρία του χώρου, νιώθω ότι «ακούω» τη σκέψη της.

Όλο και λιγότερο γούστο, όλο και περισσότερος θόρυβος , όλο και περισσότερη αναίδεια. Αναίδεια απέναντι στο κάλλος και στο στυλ που δίνει νόημα στη ζωή. Τα ζώα! Αυτά δεν έχουν γούστο! Τα ζώα δεν ζουν με στυλ! Κατακτήσαμε το ωραίο για τι; Για να ξαναγίνουμε ζώα; Κοίτα τους πως κάθονται πάνω στο μαλακό δέρμα. Μα τι λέω, δεν κάθονται. Το καβαλάνε με αλαζονεία λες και θέλουν να τιθασεύσουν τη γοητεία του. Τα ρούχα τους δεν είναι τίποτε άλλο από χρηστικά αντικείμενα. Σκεπάζουν τη γύμνια του κορμιού τους αλλά όχι και την ένδεια της αισθητικής τους.
Ξαναγίναμε ζώα! Η ξιπασιά της κατανάλωσης. Η ασέβεια της ασυδοσίας που ονομάζουν ελευθερία. Η ελαφρότητα της ύπαρξης, η αναίδεια απέναντι στον θάνατο.
Ο θάνατος... ναι, αυτός κρατάει ακόμα μια δόση γοητείας. Τη γοητεία ενός σοβαρού καλοντυμένου άντρα. Ο θάνατος είναι κομψός και ευγενικός. Άλλωστε το τέλος μιας ζωής είναι αρκετά σοβαρό γεγονός για να το χειρίζεται ένας άξεστος. Το τελευταίο καταφύγιο της κυνηγημένης κομψότητας, το έσχατο σύνορο της σοβαρότητας...

Χωρίς να χαλάσει καθόλου τη στάση της, άνοιξε την τσάντα και έβγαλε από μέσα το κραγιόν. Πήρε τη μικρή χαρτοπετσέτα, κάτω από το ποτήρι του καφέ και άρχισε να γράφει κάτι πάνω της. Την παραμέρισε και σήκωσε το βλέμμα να βρει το γκαρσόν. Το πρόσωπό της είχε μια απόκοσμη ηρεμία. Άφησε τα χρήματα πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε. Τα βλέμματα, τα γελάκια και τα ψιθυριστά σχόλια δεν την άγγιζαν. Ήταν σαν όλα να συνέβαιναν σε μια άλλη διάσταση. Έφτασε στη πόρτα. Ο σερβιτόρος έτρεξε να της την ανοίξει. Πρόλαβα και είδα ένα ανέλπιστο χαμόγελο στα χείλη της.
Η χαρτοπετσέτα βρισκόταν ακόμα πάνω στο τραπεζάκι. Δεν αντιστάθηκα στην περιέργειά μου. Την πήρα στα χέρια μου και τη διάβασα: Η ύστατη απώλεια, το τελευταίο καταφύγιο...

Έξω από το καφέ ακούστηκαν φωνές. Βγήκα τρέχοντας. Ο σερβιτόρος στεκόταν παγωμένος και τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Το γαλάζιο καπέλο ήταν πεταμένο στην άκρη του πεζοδρομίου. Κοίταξα στο δρόμο. Μπροστά από ένα ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο, βρισκόταν εκείνη ξαπλωμένη. Η κατακίτρινη απογευματινή τουαλέτα της άρχισε να ποτίζει από ένα βαθυκόκκινο χρώμα. Το κεφάλι της ήταν γυμνό και τα, κάποτε, ξανθά λιγοστά μαλλιά της δεν έφταναν να το καλύψουν. Σήκωσα το καπέλο και προσπάθησα να κρύψω τη γύμνια του κρανίου της.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου προσπαθούσε να εξηγήσει στον κόσμο που είχε σχηματίσει έναν αδιάκριτο κύκλο γύρω της. Έπεσε πάνω μου σαν τυφλή! Δεν πρόλαβα ν΄αντιδράσω.
Ο σερβιτόρος παρέμενε ακίνητος έξω από την πόρτα του καφέ και κοίταζε τον δρόμο. Είχε μια ανέκφραστη σοβαρότητα στο πρόσωπό του. Μου ήρθαν στο νου τα λόγια του Μονταίνιου: Ο ανείπωτος πόνος είναι και ανέκφραστος.
Ένας κομψός πόνος, σκέφτηκα.

Μια παγωμένη ριπή του αέρα, άρπαξε το φτερό παγωνιού και το πέταξε στο λασπωμένο χιόνι.
Το κρύο εδώ στον Βορρά δεν έχει τρόπους...

No comments: