Showing posts with label fiction. Show all posts
Showing posts with label fiction. Show all posts

Saturday, July 16, 2011

Το κρύο στον Βορρά δεν έχει τρόπους


Το κρύο εδώ στον Βορρά δεν έχει τρόπους.
Είναι τραχύ και αφιλόξενο. Η βόλτα στην πόλη αποκτά συνωμοτικό χαρακτήρα. Προχωράς σύριζα στους τοίχους για να αποφύγεις τις κρύες ριπές του αέρα. Στρουθοκαμηλίζεις χώνοντας το κεφάλι μέσα στους γούνινους γιακάδες απ’ το πανωφόρι σου, μπας και του κρυφτείς. Τα μάτια σου ψάχνουν με αγωνία κάποια βιτρίνα με θολωμένα τζάμια, ελπίζοντας στη ζεστασιά και τη θαλπωρή ενός εστιατορίου ή ενός καφέ.

Όπως τούτο δω, που θα στοιχημάτιζες ότι υπάρχει μόνο και μόνο για να αντιστέκεται στην αγένεια του ολλανδικού χειμώνα. Η πρώτη εντύπωση που σου δίνει είναι ότι έκανες λάθος και μπήκες απρόσκλητος σε μια «κλειστή» λέσχη, Άγγλων ευγενών του 19ου αιώνα. Η μυρωδιά από καπνό και πολυκαιρισμένο δέρμα μαρτυρά την αυθεντικότητα του χώρου. Όπου και να γυρίσει το μάτι σου δεν θα μπορέσει να διακρίνει ούτε μερικά εκατοστά γυμνού τοίχου. Παντού ξύλο. Από τα σεπαρέ με τις νεοκλασικές στήλες που «κρατάνε» τα φιμέ τζάμια με τον Αρ Νουβώ διάκοσμο, μέχρι τα ξύλινα επενδεδυμένα τζάκια και την τεράστια βιβλιοθήκη που φτάνει ως το ταβάνι και κουβαλά πάνω της αμέτρητα δερματόδετα βιβλία. Όλα στο χρώμα της σκούρας καρυδιάς, κόντρα στο παγερό λευκό του χιονιού.
Η σάλα είναι ευρύχωρη και οι δερμάτινες Chesterfield πολυθρόνες, σε προκαλούν να χωθείς μέσα τους. Στην κυριολεξία, αφού η πλάτη σε αγκαλιάζει και ξεπερνά κατά πολύ το ύψος του κεφαλιού σου. Το δέρμα, στο χρώμα του μελιού, δίνει ανάσες στο αποπνικτικό του ξύλου.
Παρ’ όλα αυτά, οι θαμώνες του καφέ δεν θυμίζουν σε τίποτα μεσήλικες αριστοκράτες ή έστω αστούς του περασμένου αιώνα. Κυρίως νέοι, αγόρια και κορίτσια που πίνουν καφέ ή μπίρα, μιλώντας δυνατά με ανεβασμένα τα πόδια πάνω στο μαλακό δέρμα των καθισμάτων τους.

Και μέσα σ’ αυτό το πολύχρωμο τσίρκο μια κυρία, ηλικιωμένη, που μοιάζει σαν να την ξέχασε ο χρόνος. Μάλλον, καλύτερα, φαίνεται ότι έχει τσακωθεί μ’ αυτόν. Λες και έριξε άγκυρα πριν πολλά πολλά χρόνια και από τότε αντιστέκεται με νύχια και με δόντια στα μανιασμένα κύματα του χρόνου.
Τα βλέμματα που πέφτουν πάνω της είναι σαρκαστικά. Στα μάτια των περισσοτέρων είναι η «τρελή του χωριού». Δύσκολο να τους αδικήσεις, παρατηρώντας την. Η υπερβολή είναι τόσο επιδεικτική που δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Τα στεγνά της χείλια μοιάζουν να υποφέρουν από τις αλλεπάλληλες στρώσεις κόκκινου κραγιόν. Οι ψεύτικες βλεφαρίδες κρέμονται μαραμένες από τα κουρασμένα βλέφαρα. Το τεράστιο γαλάζιο καπέλο με το φτερό παγωνιού και τη θαμπή τυρκουάζ πέτρα στο πλάι, σκιάζει το πρόσωπό της. Τα, κάποτε, ξανθά μαλλιά της, μοιάζουν με σκόρπιες αχυρένιες τούφες που, χωρίς την αρωγή του καπέλου, θα αδυνατούσαν να καλύψουν το δέρμα του κρανίου της.
Κι όμως, η στάση της δείχνει μια γυναίκα υπερήφανη, στα μάτια της εξακολουθεί να φέγγει η σπίθα της χαμένης νιότης της. Κάθεται σταυροπόδι με όλη τη σημειολογία μιας Κυρίας. Απολαμβάνει τον καφέ προσέχοντας να μη λερώσει την κατακίτρινη απογευματινή τουαλέτα της, που μάλλον, το κατάστημα απ’ όπου την αγόρασε έχει κλείσει απ’ τον Μεσοπόλεμο.
Παρ’ όλη τη φασαρία του χώρου, νιώθω ότι «ακούω» τη σκέψη της.

Όλο και λιγότερο γούστο, όλο και περισσότερος θόρυβος , όλο και περισσότερη αναίδεια. Αναίδεια απέναντι στο κάλλος και στο στυλ που δίνει νόημα στη ζωή. Τα ζώα! Αυτά δεν έχουν γούστο! Τα ζώα δεν ζουν με στυλ! Κατακτήσαμε το ωραίο για τι; Για να ξαναγίνουμε ζώα; Κοίτα τους πως κάθονται πάνω στο μαλακό δέρμα. Μα τι λέω, δεν κάθονται. Το καβαλάνε με αλαζονεία λες και θέλουν να τιθασεύσουν τη γοητεία του. Τα ρούχα τους δεν είναι τίποτε άλλο από χρηστικά αντικείμενα. Σκεπάζουν τη γύμνια του κορμιού τους αλλά όχι και την ένδεια της αισθητικής τους.
Ξαναγίναμε ζώα! Η ξιπασιά της κατανάλωσης. Η ασέβεια της ασυδοσίας που ονομάζουν ελευθερία. Η ελαφρότητα της ύπαρξης, η αναίδεια απέναντι στον θάνατο.
Ο θάνατος... ναι, αυτός κρατάει ακόμα μια δόση γοητείας. Τη γοητεία ενός σοβαρού καλοντυμένου άντρα. Ο θάνατος είναι κομψός και ευγενικός. Άλλωστε το τέλος μιας ζωής είναι αρκετά σοβαρό γεγονός για να το χειρίζεται ένας άξεστος. Το τελευταίο καταφύγιο της κυνηγημένης κομψότητας, το έσχατο σύνορο της σοβαρότητας...

Χωρίς να χαλάσει καθόλου τη στάση της, άνοιξε την τσάντα και έβγαλε από μέσα το κραγιόν. Πήρε τη μικρή χαρτοπετσέτα, κάτω από το ποτήρι του καφέ και άρχισε να γράφει κάτι πάνω της. Την παραμέρισε και σήκωσε το βλέμμα να βρει το γκαρσόν. Το πρόσωπό της είχε μια απόκοσμη ηρεμία. Άφησε τα χρήματα πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε. Τα βλέμματα, τα γελάκια και τα ψιθυριστά σχόλια δεν την άγγιζαν. Ήταν σαν όλα να συνέβαιναν σε μια άλλη διάσταση. Έφτασε στη πόρτα. Ο σερβιτόρος έτρεξε να της την ανοίξει. Πρόλαβα και είδα ένα ανέλπιστο χαμόγελο στα χείλη της.
Η χαρτοπετσέτα βρισκόταν ακόμα πάνω στο τραπεζάκι. Δεν αντιστάθηκα στην περιέργειά μου. Την πήρα στα χέρια μου και τη διάβασα: Η ύστατη απώλεια, το τελευταίο καταφύγιο...

Έξω από το καφέ ακούστηκαν φωνές. Βγήκα τρέχοντας. Ο σερβιτόρος στεκόταν παγωμένος και τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Το γαλάζιο καπέλο ήταν πεταμένο στην άκρη του πεζοδρομίου. Κοίταξα στο δρόμο. Μπροστά από ένα ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο, βρισκόταν εκείνη ξαπλωμένη. Η κατακίτρινη απογευματινή τουαλέτα της άρχισε να ποτίζει από ένα βαθυκόκκινο χρώμα. Το κεφάλι της ήταν γυμνό και τα, κάποτε, ξανθά λιγοστά μαλλιά της δεν έφταναν να το καλύψουν. Σήκωσα το καπέλο και προσπάθησα να κρύψω τη γύμνια του κρανίου της.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου προσπαθούσε να εξηγήσει στον κόσμο που είχε σχηματίσει έναν αδιάκριτο κύκλο γύρω της. Έπεσε πάνω μου σαν τυφλή! Δεν πρόλαβα ν΄αντιδράσω.
Ο σερβιτόρος παρέμενε ακίνητος έξω από την πόρτα του καφέ και κοίταζε τον δρόμο. Είχε μια ανέκφραστη σοβαρότητα στο πρόσωπό του. Μου ήρθαν στο νου τα λόγια του Μονταίνιου: Ο ανείπωτος πόνος είναι και ανέκφραστος.
Ένας κομψός πόνος, σκέφτηκα.

Μια παγωμένη ριπή του αέρα, άρπαξε το φτερό παγωνιού και το πέταξε στο λασπωμένο χιόνι.
Το κρύο εδώ στον Βορρά δεν έχει τρόπους...

Wednesday, May 12, 2010

K



-Let’s daydream!

-Που πάμε;
-πάμε... σε ένα αγαπημένο μέρος...

-ναι...

-έχει θάλασσα... κι ένα παλιό κάστρο, ψηλά, στην άκρη της παραλίας.


Daydream… Κάνω και τίποτε άλλο όλες αυτές τις μέρες; Ονειροβατώ μέσα στην πόλη, ανάμεσα στους φίλους, μεταξύ των υποχρεώσεών μου, ερήμην των υπόλοιπων γεγονότων που συνθέτουν την καθημερινότητά μου. Όλα είναι διάφανα. Αδύναμα να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, κυκλοφορούν σαν φαντάσματα, μακριά στον ορίζοντα της σκέψης μου. Θέλω να κοιμηθώ να σταματήσω να ονειρεύομαι! Να σταματήσω να σκέφτομαι. Έτσι, για λίγο, να μην υπάρχω. Σκέφτομαι άρα... υποφέρω!

-Θα ιδρώνουμε από την ένταση
-Σταμάτα! Θ’ αρχίσω τα αχχχ!

-χωρίς ρούχα... χωρίς ν’ ακουμπά ο ένας τον άλλον... ευάλωτοι... λίγες στιγμές πριν ξαναγεννηθούμε...


Ξαναγεννήθηκα! Ακούγεται σαν λύτρωση. Έτσι νόμιζα μέχρι τη στιγμή που κατάλαβα ότι δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια κοπιαστική πορεία προς τον θάνατο. Το θάνατο τής μέχρι τώρα ζωής μου. Λογικό από μία άποψη, αφού για να ξαναγεννηθεί κανείς θα πρέπει πρώτα να πεθάνει. Η παρεξήγηση βρίσκεται στο ότι ενώ πέθαινα, νόμιζα ότι ξαναγεννιόμουν. Μακάρια ενθουσιασμένος, αγνοούσα τις μικρές απώλειες που συνόδευαν την οριστική διαγραφή όλων εκείνων των στοιχείων που συνέθεταν την ύπαρξή μου. Τόσο ενθουσιασμένος με την επικείμενη αναγέννηση, που ήμουν εγώ ο ίδιος ,που ξεκολλούσα και πετούσα από πάνω μου συνήθειες και τρόπους συμπεριφοράς, σε ένα κατευόδιο άνευ προηγουμένου!

- Τα χείλη σου είναι αλμυρά... και τόσο γλυκά...
-μμμ... και τα δικά σου! Δεν μπορώ να τ’ αποχωριστώ!

-Συνέχισε...

-Σε χαιδεύω στο πρόσωπο. Νιώθω σαν να είναι η πρώτη μου φορά! Θέλω από τη δροσιά σου... περνάς τα χέρια σου στην πλάτη μου και μ’ αγγίζεις τρυφερά... σαν να φοβάσαι μην σπάσω...


Έσπασα! Δεν το περίμενα. Δεν το είδα να έρχεται! Κομμάτια! Κομμάτια ο εγωισμός, κομμάτια η αυτοπεποίθηση, κομμάτια η αξιοπρέπεια! Μόνο ο έρωτας! Μόνο ο έρωτας παρέμεινε όρθιος... Επώδυνος και σκοτεινός. Όπως τον φανταζόμουν, όπως ακριβώς δεν τον είχα ζήσει ποτέ. Φουρτούνα! Τόσα χρόνια σε απάνεμα νερά, τρόμαξα! Έτσι είναι; Έτσι συμβαίνει; Από που έρχεται αυτός ο δυνατός αέρας; Και που είναι ένα λιμάνι; Ο Ωκεανός... η περιπέτεια... ο κίνδυνος και βέβαια ούτε λόγος για Ιθάκη.

-Όμως, ακόμα δεν μου έχεις πει πού είμαστε... εκτός... εκτός αν σκοπεύεις, πραγματικά, να με πας εκεί κάποτε...
-Εκτός αν έχεις αντίρρηση...

-Καμιά! έχω παραδοθεί!

Friday, December 11, 2009

έρωτας

Με αφορμή το κείμενο της Μύριαμ...

- Την αγαπάς;
Η ερώτησή σου με ξάφνιασε.
- Αν την αγαπώ;
Ήσουν πάντοτε διακριτικός. Παρακολουθούσες την προσωπική μου ζωή από απόσταση. Δε ρωτούσες. Εγώ σου εκμυστηρευόμουν κι εσύ με άκουγες. Σου εμπιστευόμουν πάντα περισσότερα από όσα με ρωτούσαν τα λόγια ή τα μάτια σου. Και ξαφνικά έγινες βίαιος. Έσπασες με δύο λέξεις, την πόρτα του προσωπικού μου ιερού και κοίταζες αυστηρά στο εσωτερικό του, απαιτώντας απάντηση.

- Είναι όμορφη.
- Την αγαπάς;
- Ναι, την αγαπώ.
Σηκώθηκες απότομα. Πήρες από την κάβα ένα μπουκάλι κρασί. Γέμισες δύο ποτήρια και κάθισες πάλι δίπλα μου. Κούνησες το ποτήρι κυκλικά μερικές φορές και ύστερα το έφερες κοντά στη μύτη σου. Έκλεισες τα μάτια και άφησες την όσφρησή σου να ερωτοτροπήσει με τη φαντασία σου. Τα άνοιξες και με κοίταξες.
- Την αγαπάς τόσο, που να θες να κλάψεις όταν τη μυρίζεις;
- Δεν καταλαβαίνω...

Ξανακούνησες μερικές φορές το ποτήρι και αυτή τη φορά το ακούμπησες στα χείλια σου. Τα μάτια σου ήταν ήδη κλειστά. Ήπιες μια μικρή γουλιά και ακούμπησες το ποτήρι στο τραπέζι. Έμεινε για λίγο ακίνητος και ύστερα σα να βγήκες απότομα από το όνειρο άνοιξες τα μάτια σου και με κοίταξες με αλλόκοτη απορία.
- Την αγαπάς τόσο, ώστε μετά από κάθε φιλί να παρακαλάς να πεθάνεις;
- Μα...
- Φοβάσαι περισσότερο το θάνατο ή των έρωτα;
- Ναι, την αγαπώ! Θέλω να πεθάνω!...


Πιστεύω ότι κάθε φορά που ερωτευόμαστε, φλερτάρουμε με το θάνατο. Ιδανικοί αυτόχειρες. Η λύσσα να μηδενίσουμε την ύπαρξή μας (σε μια προσπάθεια να ισοπεδώσουμε οτιδήποτε μεσολαβεί ανάμεα σε μας και το αντικείμενο του έρωτα) να μηδενίσουμε τη -μέχρι εκείνη τη στιγμή- ζωή μας ώστε χωρίς ταυτότητα, πλέον, να αφομοιωθούμε από τον "άλλο", μας οδηγεί στο χείλος του ερέβους!.

Κι όταν αρχίζουμε και τρομάζουμε, έρχεται η ποίηση να εξωραϊσει τους δαίμονες:

Μικρόσωμο νεαρό ζευγάρι.
Εκπατρισμένη των ματιών η καταγωγή.
Κάπου στην επιβίωση θα δουλεύουν
-- φημίζεται για την αξιοσύνη της
η υποταγή.

Με άδεια καλοκαιρινή.
Ελεύθερα τώρα τα χέρια νοικοκυρεύουν
τα παραμελημένα χάδια τους.

Θαυμάζω τι επιδέξια ξαπλώνουν τα δάχτυλα
στου παιχνιδιού τους το κρεβάτι
σφιχτά δεμένα
σα να πλέκουν γελαστά καλαθάκια
με πόθου συστροφή τα γεμίζουν
τα ξηλώνουν κι απ' την αρχή τα πλέκουν

σα να κουράστηκε τώρα ο νέος
ίσως απ' την πολλή ελευθερία της πλοκής
λίκνιζε χαρούμενα και το πλοίο
γέρνει κι αποκοιμιέται
πάνω στο αριστερό του σκουλαρίκι

ξύπνια εκείνη ακόμα
κοιτάζει για λίγο το κοιμισμένο χέρι του
κι αργά προσεκτικά μην το ξυπνήσει
στον ώμο της το φέρνει
κι επάνω του γέρνοντας
γλυκά κι αυτή αποκοιμιέται.

Τι εύχρηστο μαξιλάρι η αγάπη
κατάλληλο
για κάθε ταξίδι του πόνου στο σώμα
για κάθε ηλικίας όνειρα
για κάθε είδους νύστα
απαραίτητο
για το σπίτι
για το στοχασμό
για το λεωφορείο
για το πλοίο και για ό,τι
μας πνίγει.

Κική Δημουλά, Στο πλοίο Από τη συλλογή Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007)

κοιμήθηκα


Ξημέρωνε και μια γλυκειά εξάντληση μεθούσε το μυαλό μου. Η ένταση που σκορπούσαν τα κορμιά μας μέχρι πριν από λίγα λεπτά, απομακρυνόταν και έσβηνε σιγά σιγά δίνοντας την θέση της σε μια γαλήνια κούραση.
Δεν κουνιόμουν, δεν ήθελα. Κάποιες στιγμές είναι τόσο εύθραυστες που αρκεί και η παραμικρή κίνηση για τις κάνει κομάτια.
Τα κορμιά μας μύριζαν.
Η μυρωδιά είναι νωθρή. Μας εγκαταλείπει πάντα τελευταία, βαριεστημένα, σαν να μην θέλει να ξεκολήσει από τα γυμνά κορμιά μας.
Σε ένα διάφανο σκοτάδι, οι σκέψεις αναχωρούσαν αποκαμωμένες -μαζί με την πραγματικότητα- δίνοντας τη θέση τους στο όνειρο.
Με πήρε ο ύπνος και δεν άκουσα την ανάσα της που με νανούριζε...

να φύγω



να βρέχει, να φύγω, να έχει χαμηλώσει ο ουρανός, να φύγω, να μυρίζει η υγρασία, να φύγω, να ακούω μουσική, να φύγω, να μη σκέφτομαι, να φύγω, να χαίρομαι με τα ασήμαντα, να φύγω, να κρυώνω, να φύγω, να σταματάω χωρίς λόγο, να φύγω, να ξεκινώ χωρίς προορισμό, να φύγω, να επιστρέψω λιγωμένος...

δεν θα φύγω...
...χωρίς εσένα...

Thursday, December 10, 2009

το παράθυρο...

Δεν ήμουν σίγουρος για το τι με περίμενε. Προσπάθησα να φανταστώ πως θα ήταν το σπίτι. Ακατοίκητο για χρόνια. Η υγρασία είχε αρχίσει να το τρώει από τότε που το επισκεπτόμασταν κάθε καλοκαίρι. Συχνά μου έρχονταν στο μυαλό τα βράδια στο μικρό δωμάτιο. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι που μόλις και μετά βίας χωρούσε, αφήνοντας μου λίγο χώρο για να μπορώ να σηκώνομαι και να στέκομαι δίπλα του όταν ξυπνούσα. Οι ασβεστωμένοι τοίχοι, μερικές ξεθωριασμένες αφίσες που τις είχα κολλήσει πολλά χρόνια πριν, και που δεν τις έβγαζα γιατί θα ήταν σαν να προσπαθούσα να αφαιρέσω από το δέρμα μου τα σημάδια που απέκτησα μικρός τρέχοντας και πέφτοντας, και που τώρα είναι το μοναδικό μέσον για να ανακαλώ θύμησες και ανθρώπους δικούς. Το ταβάνι σημαδεμένο κι αυτό, όχι από μένα αλλά από το χρόνο και την υγρασία, όπου λες και είχε χαρτογραφηθεί πάνω του όλος ο κόσμος της παιδικής μου φαντασίας. Και βέβαια το παράθυρο! Αλήθεια πως είναι δυνατόν να γοητευθεί τόσο πολύ ένας άνθρωπος από ένα παράθυρο; Ένα μεγάλο παράθυρο ξεκίναγε λίγο πιο πάνω από τα πόδια του κρεβατιού και έφτανε σχεδόν μέχρι το ταβάνι. Όλα μου τα καλοκαίρια, όλες οι νύχτες των διακοπών μου είναι σημαδεμένες από αυτό. Τόσο μεγάλο ώστε να μπορώ να παρακολουθώ τα ασημένια φύλλα της κληματαριάς να σχολιάζουν τους έρωτές μου και να τους δίνουν μια διάσταση μυθική. Τόσο μεγάλο ώστε να απολαμβάνω σε όλο τους το μεγαλείο τα χάδια του φεγγαριού, που μεταμφιέζονταν σε απαλό νυχτερινό αεράκι. Και βέβαια πάντα ανοιχτό, να περνάει μέσα η φωνή του Γκιώνη.
Φωνή λυπημένη –έλεγε ο παππούς- που βγαίνει τα βράδια και ψάχνει στο σκοτάδι να βρει τον χαμένο αδερφό, ρωτώντας τις ψυχές της νύχτας, μην τον συνάντησαν στα ταξίδια τους.
Ο Σταύρος μου λεγε πολλές φορές ότι ζούμε για να φτιάχνουμε αναμνήσεις.
Μην ακούς τι λένε! Αν είσαι έξυπνος κοίτα να ‘φτιάξεις‘ το παρελθόν σου, κι όχι το μέλλον σου. Έτσι κι αλλιώς, αυτό τελικά δεν θα έρθει ποτέ, ενώ το παρελθόν σου θα σε κυνηγάει από τη στιγμή που θα γεννηθείς!
Τις δικές μου αναμνήσεις μου τις φυλάει αυτό το παράθυρο...

Είχα περάσει εδώ και αρκετή ώρα τα τελευταία διόδια. Σε λιγότερες από δύο ώρες θα ήμουν εκεί. Το κρύο είχε αρχίσει να με ταλαιπωρεί. Είχε μπει ο Νοέμβριος και το κρύο ήταν τσουχτερό. Ήταν και η πρώτη φορά που έκανα την διαδρομή τέτοια εποχή, και μάλιστα με μηχανή. Δεν έτρεχα. Όχι για να ελαττώσω τις συνέπειες του παγωμένου αέρα, αλλά για να μεγαλώσω όσο ήταν δυνατόν, αυτό το αίσθημα της προσμονής, να αποδείξω στον εαυτό μου ότι σωστά έκανα.

----------------------------------

Ξυλιασμένος από το κρύο, είδα επιτέλους μπροστά μου την πινακίδα που με καλωσόριζε.
Είχα φτάσει. Καμία αμφιβολία δεν με είχε σταματήσει, κανένας ενδοιασμός δεν με είχε γυρίσει πίσω.
Ένα ένα τα σημάδια που έβαζα μικρός στο έμπα του χωριού, εμφανίζονταν και με καλωσόριζαν. Δεν ήταν τα ίδια. Είχαν μεγαλώσει κι αυτά μαζί με μένα. Είχαν αλλάξει, αλλά ήταν εκεί. Σκίρτησα. Σκίρτησα από έρωτα γι’ αυτό τον τόπο. Χρόνια τώρα το είχα παραδεχτεί. Ο μοναδικός αληθινός μου έρωτας, αυτός ο έρωτας που σε γαληνεύει και σε θεριεύει μαζί, ο έρωτας που μαζί του κάθεσαι όταν πέφτει ο ήλιος και τον αφήνεις να σου πλημμυρίζει την καρδιά, αυτός που τελικά δεν με πολιόρκησε μόνο, αλλά κατάφερε και άλωσε την ψυχή μου, ήταν γι αυτόν εδώ τον τόπο.

Ήμουν αμήχανος. Έβλεπα πρόσωπα γνωστά, αλλά δεν ήταν η ώρα να τους μιλήσω. Όλα με τη σειρά τους. Πρώτα έπρεπε να με δεχτεί ο τόπος. Ύστερα οι άνθρωποι.
Και ο χρόνος! Έπρεπε να συμφιλιωθώ με τον χρόνο.
Τον χρόνο που είχα προσπεράσει χωρίς να του δώσω σημασία.
Έφτασα στο σπίτι. Η αυλή ρημαδιασμένη. Η κληματαριά ξεγυμνωμένη, ένας νευρώδης σκελετός. Σαν κάτι γριές ξεδοντιασμένες και οργωμένες από τον χρόνο, που ενώ θα έπρεπε να σε τρομάζουν, στην πραγματικότητα σε γοητεύουν σαν ξωτικά.
Κατέβηκα από την μηχανή πιασμένος και μουδιασμένος. Μπήκα στην αυλή σιγά σιγά. Προσπαθούσα να μην κάνω θόρυβο. Δεν έπρεπε να κάνω θόρυβο. Δεν ήθελα να τρομάξω τα μυστικά, να ανησυχήσω τις εικόνες, να διώξω τις φωνές, τα ψέματα, τις μυρωδιές, τα όνειρα, τα γέλια, τις αισθήσεις, τις θύμισες, που περίμεναν σα σκονισμένα αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας, να τα βγάλω στον ήλιο ξανά για να λάμψουν και να πάρουν ζωή. Να τους πω αυτά που θέλω, να ακούσω αυτά που πρέπει. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Μαζί με μένα μπήκε και ο χρόνος. Πέρασε ανυπόμονος και βιαστικός να γεμίσει τον χώρο, να μην αφήσει γωνιά, σπιθαμή του σπιτιού που να μην την καταλάβει! Τόσα χρόνια είχε μείνει έξω από το σπίτι. Το πολιορκούσε αλλά αυτό παρέμενε, λες, ανοξείδωτο στον χρόνο.
Η μυρωδιά της υγρασίας διάχυτη. Δε με ενοχλούσε. Δεν άνοιξα τα παραθυρόφυλλα, δεν ήθελα να μπει ακόμα ο ήλιος μέσα. Όλα θα γινόντουσαν αργά. Αυτή την φορά τίποτα δεν θα με έκανε να βιαστώ. Ξάπλωσα στο κρεβάτι όπως ήμουν με τα ρούχα. Το παράθυρο ήταν μπροστά μου. Κουλουριάστηκα κι αποκοιμήθηκα...

στον μπάρμπα Λια

Ο προσωπικός θησαυρός του μπάρμπα Λια. Το κρασί του. Το παιδί του, όπως λέει ο ίδιος.
Τις έχω ζήσει τις αγωνίες, και τις χαρές του πατέρα εγώ.
Του είπε την τελευταία φορά που τον είδε. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε γυναίκα μήτε μεγάλωσε παιδιά. Όλη του η αγάπη και η φροντίδα στο κρασί. Το μοναδικό του τέκνο.
Με την αγάπη σκαρώνουμε παιδιά, με αγάπη τα μεγαλώνουμε, από αγάπη τ΄αφήνουμε να ανοίξουν τα φτερά τους.
Με ολόϊδια αγάπη σκαρώνω κι εγώ τούτο το νέκταρ. Μ’ αγάπη και πίστη στο Θεό.
Η γη το γεννάει, από τα σπλάχνα της, το κλήμα φυλλάει το σταφύλι στην αγκαλιά του, το βαρέλι κρατάει τα μυστικά, κι ο Θεός το ευλογεί.
Και μαζί κι εμένα -Θε μου, σχώρα με- τον ταπεινό, να κρατώ τα μέτρα σε τούτη την ιεροτελεστία.
Ιεροφάντης ο μπάρμπα Λιας. Πίνεις μια γουλιά από το κρασί του, που χει το χρώμα της καρδιάς και καταλαβαίνεις ότι κατέχει τα μυστικά, τ’ αφανέρωτα, τα αξεδιάλυτα αυτού του αρχαίου μυστηρίου.
Το κατώι του, ο ναός του.
Ανήλιαγο και δροσερό. Εκεί περνάει τον περισσότερο καιρό της ζωής του. Εκεί τον δέχτηκε κι αυτόν, λίγο πριν φύγει για να γυρίσει πίσω.
Στο κίτρινο φως της λάμπας, που κρεμόταν από το ξύλινο ταβάνι, ο χώρος βυθιζόταν σε μία διάσταση άχρονη. Του φαίνοταν ότι όλες αυτές οι σκιές, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι στιγμές της ζωής του Μπάρμπα Λια, που τις είχε μαζέψει ο ίδιος και τις είχε απλώσει στο κατώι, μην τις κάψει ο ήλιος και χαθούν.
Άλλωστε, αυτόν δεν τον κυνήγαγε πια το παρελθόν, το ημέρεψε, γινήκανε φίλοι, και τώρα περνά τις ώρες του, με θύμησες και άνθρωπους δικούς.
Στα ξύλινα δοκάρια που το διασχίζανε ψηλά απ’ άκρη σ΄άκρη ήταν κρεμασμένα κεφάλια τυρί, μυζήθρες, πλεξούδες κρεμύδια, ρίγανη. Στη γωνία του τοίχου με το μοναδικό παράθυρο στο δωμάτιο, ήταν στοιβαγμένες μερικές κυψέλες στραπατσαρισμένες και από καιρό αχρησιμοποίητες. Ο μπαρμπα Λιας είχε γεράσει κι είχαν περάσει μερικά χρόνια από τότε που τις τρύγησε για τελευταία φορά. Στην απέναντι γωνία του ίδιου τοίχου το μεγάλο μεταλικό βαρέλι με το λάδι.
Στη θέα του, ο Φοίβος, δε μπόρεσε να κρύψει ένα ένοχο χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

-Κατέβα μάρα μ’ στο κατώι να γεμίσεις το λαδικό γιατί σώθηκε.
Απ΄το μεγάλο βαρέλι. Μην φοβηθείς τις μέλισσες. Σε γνωρίζουν, δεν πρόκειται να σε πειράξουν, τις έχω ορμηνέψει.

Κατέβαινε τρέχοντας την πέτρινη σκάλα του σπιτιού που οδηγούσε στο κατώι, και ούτε που τον άκουσε που είχε βγει στο παράθυρο και φώναζε:

-Κοντά το μυαλό σου, μην τ’ αφήσεις ανοικτό το βαρέλι. Είναι άτιμα αυτά τα ποντίκια.

Δεν τον άκουσε. Το μυαλό του ήταν κιόλας στις κυψέλες με τις μέλισσες και στο πως θα καταφέρει να μην τις ενοχλήσει. Τα λόγια του, δεν τον είχαν καθησυχάσει καθόλου. Τις φοβότανε πολύ είναι η αλήθεια, αν και δε θυμάται ποτέ να είχε πέσει θύμα τους.

Με μία ανάσα άνοιξε την πόρτα, έτρεξε στο βαρέλι χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος τους, άνοιξε το καπάκι του βαρελιού, βύθισε το λαδικό και πριν του τελειώσει ο αέρας βγήκε από την πόρτα στο φως του ήλιου.

Δύο βδομάδες κράτησε το λάδι στο λαδικό. Δύο βδομάδες ανάσκελα το ποντίκι να επιπλέει στο λάδι, πνιγμένο και χορτάτο...

-Η κατοχή, το χαλάζι και του λόγου σου...

Προσπάθησε να κρύψει το χαμογελό του κάτω από το παχύ μουστάκι του.

-...Η κατοχή, το χαλάζι και του λόγου σου, μας άφησαν χωρίς λάδι σε τούτο το σπίτι. Να το λες και να παινεύεσαι δηλαδή!

Ντράπηκε. Και χάρηκε μαζί, που ακόμα το θυμόταν.

-Φοβήθηκα ότι δεν θα ’ρχόσουν να με δεις. Έβγαλες ολάκερο Χειμώνα στο χωριό. Μονάχος νέος άνθρωπος!
Τι είναι αυτό που σε τρυγάει, παλικάρι μου;

Έκανε χώρο δίπλα του και του έδωσε ένα σκαμνί να κάτσει.

-Μπαρμπα Λια...
-Κουβέντα! Να γεμίσουμε τα ποτήρια! Δεν ξομολογιέται ο άνθρωπος χωρίς κρασί.Η ψυχή πολλές φορές σκληραίνει και γίνεται σαν παξιμάδι. Και κρύβεται μωρέ! Κρύβεται σε μέρη που ούτε τα παραμύθια ιστορούνε.
Γι αυτό σου λέω! Άσε το κρασί να την έβρει και να τη μαλακώσει. Και σα μαλακώσει να δεις που εύκολα θα σου φανερωθεί μερωμένη και καλή...

Του γέμισε την κούπα. Την έφερε στο στόμα του. Το είχε ανάγκη. Τον είχε πείσει. Θα κοινωνούσε πρώτα με κρασί και ύστερα θα εξομολογιόταν! Αυτός, ο άθεος!
Η πρώτη κούπα τέλειωσε και δεν είπανε λέξη. Του την ξαναγέμισε.

-Μπάρμπα Λια...
-Μεγάλωσες!
-Τι;
-Μεγάλωσες λέω, γίνηκες άντρας!
-Άλλαξα μπάρμπα Λια, άλλαξα τόσο που άρχισα να τρομάζω.
Μπαρμπα Λια, δεν χωράω... το μυαλό μου άλλαξε... ζητάει πολλά... απομακρύνομαι από αυτά που ξέρω, από αυτά που νόμιζα ότι γνώριζα, αλλά τα γνώριζα λάθος. Οι φίλοι μου... ξεγυμνώθηκαν ξαφνικά μπροστά μου και μοιάζουν άλλοι... Τα θέλω μου...
Δεν χωράω σου λέω...

μεγέθη, σχετικά...

Ο Καέιρο, λέει πως το χωριό του, είναι πιο μεγάλο από την πόλη γιατί από εκεί μπορεί να δει κανείς, περισσότερο σύμπαν, απ’ ότι από την πόλη.

Το ξαναδιάβασα απόψε και σκέφτηκα τον ορίζοντα που με αγκαλιάζει, όταν ανεβαίνω σε αυτό το μικρό βουνό του δικού μου χωριού. Ξέρεις, σκέφτομαι ότι ίσως ο ορίζοντας να βρίσκεται εκεί για να μας θυμίζει αυτό που θα μπορούσαμε να χάσουμε, αν είχαμε καταφέρει ποτέ να το αποκτήσουμε. Ο ορίζοντας κρατάει τα μέτρα. Ο ορίζοντας ορίζει τα μεγέθη κι αυτό με φοβίζει... με φοβίζει, ξέρεις, γιατί ο ορίζοντας της γνώσης μου είναι μικρός, και η αμάθειά μου τεράστια. Γιατί, ο ορίζοντας των εμπειριών μου θα μεγαλώνει όσο η ζωή μου θα μικραίνει. Γιατί, ο ορίζοντας των συναισθημάτων μου είναι τόσο μικρός και ο εγωισμός μου τόσο μεγάλος. Ακόμα και ο ορίζοντας των άλλων, των φίλων μου, είναι πολύ μικρός και η απόσταση συνεχίζει να μεγαλώνει.

Φοβάμαι, γιατί ο ορίζοντας χάνεται όλο και περισσότερο από τα μάτια μου, κι εγώ τον χρειάζομαι έστω και μικρό. Είναι κι αυτό κάτι. Κάτι παραπάνω από το τίποτα...

Ζω σε μια τεράστια πόλη και το σύμπαν φαντάζει τόσο μικρό...

Friday, March 30, 2007

Η φωνή...


Ακόμα κι αν μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις, τη δικιά της εικόνα, τη συνθέτουν αρκετές χιλιάδες από δαύτες. Μια εικόνα, όμως, που ποτέ δεν έχω αντικρίσει με τα μάτια μου, αντίθετα με χιλιάδες άλλες που αντικρίζω καθημερινά. Μια εικόνα που την έχω συνθέσει στο μυαλό μου μέσα από ατελείωτες συζητήσεις –αυτές που ανάγονται σε χιλιάδες, μπορεί και εκατομμύρια λέξεις- και έχει στοιχειώσει κάθε συμβατική έννοια της όρασής μου. Το λέω αυτό, γιατί αν και αρνούμαι να την αντικρίσω, προβάλλω την «εικόνα» της, πάνω σε κάθε γυναίκα που συναντώ στο δρόμο, σε φιλικές συγκεντρώσεις, στα μπαράκια ανάμεσα από τον καπνό και το αλκοόλ.