Thursday, December 10, 2009

στον μπάρμπα Λια

Ο προσωπικός θησαυρός του μπάρμπα Λια. Το κρασί του. Το παιδί του, όπως λέει ο ίδιος.
Τις έχω ζήσει τις αγωνίες, και τις χαρές του πατέρα εγώ.
Του είπε την τελευταία φορά που τον είδε. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε γυναίκα μήτε μεγάλωσε παιδιά. Όλη του η αγάπη και η φροντίδα στο κρασί. Το μοναδικό του τέκνο.
Με την αγάπη σκαρώνουμε παιδιά, με αγάπη τα μεγαλώνουμε, από αγάπη τ΄αφήνουμε να ανοίξουν τα φτερά τους.
Με ολόϊδια αγάπη σκαρώνω κι εγώ τούτο το νέκταρ. Μ’ αγάπη και πίστη στο Θεό.
Η γη το γεννάει, από τα σπλάχνα της, το κλήμα φυλλάει το σταφύλι στην αγκαλιά του, το βαρέλι κρατάει τα μυστικά, κι ο Θεός το ευλογεί.
Και μαζί κι εμένα -Θε μου, σχώρα με- τον ταπεινό, να κρατώ τα μέτρα σε τούτη την ιεροτελεστία.
Ιεροφάντης ο μπάρμπα Λιας. Πίνεις μια γουλιά από το κρασί του, που χει το χρώμα της καρδιάς και καταλαβαίνεις ότι κατέχει τα μυστικά, τ’ αφανέρωτα, τα αξεδιάλυτα αυτού του αρχαίου μυστηρίου.
Το κατώι του, ο ναός του.
Ανήλιαγο και δροσερό. Εκεί περνάει τον περισσότερο καιρό της ζωής του. Εκεί τον δέχτηκε κι αυτόν, λίγο πριν φύγει για να γυρίσει πίσω.
Στο κίτρινο φως της λάμπας, που κρεμόταν από το ξύλινο ταβάνι, ο χώρος βυθιζόταν σε μία διάσταση άχρονη. Του φαίνοταν ότι όλες αυτές οι σκιές, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι στιγμές της ζωής του Μπάρμπα Λια, που τις είχε μαζέψει ο ίδιος και τις είχε απλώσει στο κατώι, μην τις κάψει ο ήλιος και χαθούν.
Άλλωστε, αυτόν δεν τον κυνήγαγε πια το παρελθόν, το ημέρεψε, γινήκανε φίλοι, και τώρα περνά τις ώρες του, με θύμησες και άνθρωπους δικούς.
Στα ξύλινα δοκάρια που το διασχίζανε ψηλά απ’ άκρη σ΄άκρη ήταν κρεμασμένα κεφάλια τυρί, μυζήθρες, πλεξούδες κρεμύδια, ρίγανη. Στη γωνία του τοίχου με το μοναδικό παράθυρο στο δωμάτιο, ήταν στοιβαγμένες μερικές κυψέλες στραπατσαρισμένες και από καιρό αχρησιμοποίητες. Ο μπαρμπα Λιας είχε γεράσει κι είχαν περάσει μερικά χρόνια από τότε που τις τρύγησε για τελευταία φορά. Στην απέναντι γωνία του ίδιου τοίχου το μεγάλο μεταλικό βαρέλι με το λάδι.
Στη θέα του, ο Φοίβος, δε μπόρεσε να κρύψει ένα ένοχο χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

-Κατέβα μάρα μ’ στο κατώι να γεμίσεις το λαδικό γιατί σώθηκε.
Απ΄το μεγάλο βαρέλι. Μην φοβηθείς τις μέλισσες. Σε γνωρίζουν, δεν πρόκειται να σε πειράξουν, τις έχω ορμηνέψει.

Κατέβαινε τρέχοντας την πέτρινη σκάλα του σπιτιού που οδηγούσε στο κατώι, και ούτε που τον άκουσε που είχε βγει στο παράθυρο και φώναζε:

-Κοντά το μυαλό σου, μην τ’ αφήσεις ανοικτό το βαρέλι. Είναι άτιμα αυτά τα ποντίκια.

Δεν τον άκουσε. Το μυαλό του ήταν κιόλας στις κυψέλες με τις μέλισσες και στο πως θα καταφέρει να μην τις ενοχλήσει. Τα λόγια του, δεν τον είχαν καθησυχάσει καθόλου. Τις φοβότανε πολύ είναι η αλήθεια, αν και δε θυμάται ποτέ να είχε πέσει θύμα τους.

Με μία ανάσα άνοιξε την πόρτα, έτρεξε στο βαρέλι χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος τους, άνοιξε το καπάκι του βαρελιού, βύθισε το λαδικό και πριν του τελειώσει ο αέρας βγήκε από την πόρτα στο φως του ήλιου.

Δύο βδομάδες κράτησε το λάδι στο λαδικό. Δύο βδομάδες ανάσκελα το ποντίκι να επιπλέει στο λάδι, πνιγμένο και χορτάτο...

-Η κατοχή, το χαλάζι και του λόγου σου...

Προσπάθησε να κρύψει το χαμογελό του κάτω από το παχύ μουστάκι του.

-...Η κατοχή, το χαλάζι και του λόγου σου, μας άφησαν χωρίς λάδι σε τούτο το σπίτι. Να το λες και να παινεύεσαι δηλαδή!

Ντράπηκε. Και χάρηκε μαζί, που ακόμα το θυμόταν.

-Φοβήθηκα ότι δεν θα ’ρχόσουν να με δεις. Έβγαλες ολάκερο Χειμώνα στο χωριό. Μονάχος νέος άνθρωπος!
Τι είναι αυτό που σε τρυγάει, παλικάρι μου;

Έκανε χώρο δίπλα του και του έδωσε ένα σκαμνί να κάτσει.

-Μπαρμπα Λια...
-Κουβέντα! Να γεμίσουμε τα ποτήρια! Δεν ξομολογιέται ο άνθρωπος χωρίς κρασί.Η ψυχή πολλές φορές σκληραίνει και γίνεται σαν παξιμάδι. Και κρύβεται μωρέ! Κρύβεται σε μέρη που ούτε τα παραμύθια ιστορούνε.
Γι αυτό σου λέω! Άσε το κρασί να την έβρει και να τη μαλακώσει. Και σα μαλακώσει να δεις που εύκολα θα σου φανερωθεί μερωμένη και καλή...

Του γέμισε την κούπα. Την έφερε στο στόμα του. Το είχε ανάγκη. Τον είχε πείσει. Θα κοινωνούσε πρώτα με κρασί και ύστερα θα εξομολογιόταν! Αυτός, ο άθεος!
Η πρώτη κούπα τέλειωσε και δεν είπανε λέξη. Του την ξαναγέμισε.

-Μπάρμπα Λια...
-Μεγάλωσες!
-Τι;
-Μεγάλωσες λέω, γίνηκες άντρας!
-Άλλαξα μπάρμπα Λια, άλλαξα τόσο που άρχισα να τρομάζω.
Μπαρμπα Λια, δεν χωράω... το μυαλό μου άλλαξε... ζητάει πολλά... απομακρύνομαι από αυτά που ξέρω, από αυτά που νόμιζα ότι γνώριζα, αλλά τα γνώριζα λάθος. Οι φίλοι μου... ξεγυμνώθηκαν ξαφνικά μπροστά μου και μοιάζουν άλλοι... Τα θέλω μου...
Δεν χωράω σου λέω...

No comments: