Thursday, December 10, 2009

το παράθυρο...

Δεν ήμουν σίγουρος για το τι με περίμενε. Προσπάθησα να φανταστώ πως θα ήταν το σπίτι. Ακατοίκητο για χρόνια. Η υγρασία είχε αρχίσει να το τρώει από τότε που το επισκεπτόμασταν κάθε καλοκαίρι. Συχνά μου έρχονταν στο μυαλό τα βράδια στο μικρό δωμάτιο. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι που μόλις και μετά βίας χωρούσε, αφήνοντας μου λίγο χώρο για να μπορώ να σηκώνομαι και να στέκομαι δίπλα του όταν ξυπνούσα. Οι ασβεστωμένοι τοίχοι, μερικές ξεθωριασμένες αφίσες που τις είχα κολλήσει πολλά χρόνια πριν, και που δεν τις έβγαζα γιατί θα ήταν σαν να προσπαθούσα να αφαιρέσω από το δέρμα μου τα σημάδια που απέκτησα μικρός τρέχοντας και πέφτοντας, και που τώρα είναι το μοναδικό μέσον για να ανακαλώ θύμησες και ανθρώπους δικούς. Το ταβάνι σημαδεμένο κι αυτό, όχι από μένα αλλά από το χρόνο και την υγρασία, όπου λες και είχε χαρτογραφηθεί πάνω του όλος ο κόσμος της παιδικής μου φαντασίας. Και βέβαια το παράθυρο! Αλήθεια πως είναι δυνατόν να γοητευθεί τόσο πολύ ένας άνθρωπος από ένα παράθυρο; Ένα μεγάλο παράθυρο ξεκίναγε λίγο πιο πάνω από τα πόδια του κρεβατιού και έφτανε σχεδόν μέχρι το ταβάνι. Όλα μου τα καλοκαίρια, όλες οι νύχτες των διακοπών μου είναι σημαδεμένες από αυτό. Τόσο μεγάλο ώστε να μπορώ να παρακολουθώ τα ασημένια φύλλα της κληματαριάς να σχολιάζουν τους έρωτές μου και να τους δίνουν μια διάσταση μυθική. Τόσο μεγάλο ώστε να απολαμβάνω σε όλο τους το μεγαλείο τα χάδια του φεγγαριού, που μεταμφιέζονταν σε απαλό νυχτερινό αεράκι. Και βέβαια πάντα ανοιχτό, να περνάει μέσα η φωνή του Γκιώνη.
Φωνή λυπημένη –έλεγε ο παππούς- που βγαίνει τα βράδια και ψάχνει στο σκοτάδι να βρει τον χαμένο αδερφό, ρωτώντας τις ψυχές της νύχτας, μην τον συνάντησαν στα ταξίδια τους.
Ο Σταύρος μου λεγε πολλές φορές ότι ζούμε για να φτιάχνουμε αναμνήσεις.
Μην ακούς τι λένε! Αν είσαι έξυπνος κοίτα να ‘φτιάξεις‘ το παρελθόν σου, κι όχι το μέλλον σου. Έτσι κι αλλιώς, αυτό τελικά δεν θα έρθει ποτέ, ενώ το παρελθόν σου θα σε κυνηγάει από τη στιγμή που θα γεννηθείς!
Τις δικές μου αναμνήσεις μου τις φυλάει αυτό το παράθυρο...

Είχα περάσει εδώ και αρκετή ώρα τα τελευταία διόδια. Σε λιγότερες από δύο ώρες θα ήμουν εκεί. Το κρύο είχε αρχίσει να με ταλαιπωρεί. Είχε μπει ο Νοέμβριος και το κρύο ήταν τσουχτερό. Ήταν και η πρώτη φορά που έκανα την διαδρομή τέτοια εποχή, και μάλιστα με μηχανή. Δεν έτρεχα. Όχι για να ελαττώσω τις συνέπειες του παγωμένου αέρα, αλλά για να μεγαλώσω όσο ήταν δυνατόν, αυτό το αίσθημα της προσμονής, να αποδείξω στον εαυτό μου ότι σωστά έκανα.

----------------------------------

Ξυλιασμένος από το κρύο, είδα επιτέλους μπροστά μου την πινακίδα που με καλωσόριζε.
Είχα φτάσει. Καμία αμφιβολία δεν με είχε σταματήσει, κανένας ενδοιασμός δεν με είχε γυρίσει πίσω.
Ένα ένα τα σημάδια που έβαζα μικρός στο έμπα του χωριού, εμφανίζονταν και με καλωσόριζαν. Δεν ήταν τα ίδια. Είχαν μεγαλώσει κι αυτά μαζί με μένα. Είχαν αλλάξει, αλλά ήταν εκεί. Σκίρτησα. Σκίρτησα από έρωτα γι’ αυτό τον τόπο. Χρόνια τώρα το είχα παραδεχτεί. Ο μοναδικός αληθινός μου έρωτας, αυτός ο έρωτας που σε γαληνεύει και σε θεριεύει μαζί, ο έρωτας που μαζί του κάθεσαι όταν πέφτει ο ήλιος και τον αφήνεις να σου πλημμυρίζει την καρδιά, αυτός που τελικά δεν με πολιόρκησε μόνο, αλλά κατάφερε και άλωσε την ψυχή μου, ήταν γι αυτόν εδώ τον τόπο.

Ήμουν αμήχανος. Έβλεπα πρόσωπα γνωστά, αλλά δεν ήταν η ώρα να τους μιλήσω. Όλα με τη σειρά τους. Πρώτα έπρεπε να με δεχτεί ο τόπος. Ύστερα οι άνθρωποι.
Και ο χρόνος! Έπρεπε να συμφιλιωθώ με τον χρόνο.
Τον χρόνο που είχα προσπεράσει χωρίς να του δώσω σημασία.
Έφτασα στο σπίτι. Η αυλή ρημαδιασμένη. Η κληματαριά ξεγυμνωμένη, ένας νευρώδης σκελετός. Σαν κάτι γριές ξεδοντιασμένες και οργωμένες από τον χρόνο, που ενώ θα έπρεπε να σε τρομάζουν, στην πραγματικότητα σε γοητεύουν σαν ξωτικά.
Κατέβηκα από την μηχανή πιασμένος και μουδιασμένος. Μπήκα στην αυλή σιγά σιγά. Προσπαθούσα να μην κάνω θόρυβο. Δεν έπρεπε να κάνω θόρυβο. Δεν ήθελα να τρομάξω τα μυστικά, να ανησυχήσω τις εικόνες, να διώξω τις φωνές, τα ψέματα, τις μυρωδιές, τα όνειρα, τα γέλια, τις αισθήσεις, τις θύμισες, που περίμεναν σα σκονισμένα αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας, να τα βγάλω στον ήλιο ξανά για να λάμψουν και να πάρουν ζωή. Να τους πω αυτά που θέλω, να ακούσω αυτά που πρέπει. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Μαζί με μένα μπήκε και ο χρόνος. Πέρασε ανυπόμονος και βιαστικός να γεμίσει τον χώρο, να μην αφήσει γωνιά, σπιθαμή του σπιτιού που να μην την καταλάβει! Τόσα χρόνια είχε μείνει έξω από το σπίτι. Το πολιορκούσε αλλά αυτό παρέμενε, λες, ανοξείδωτο στον χρόνο.
Η μυρωδιά της υγρασίας διάχυτη. Δε με ενοχλούσε. Δεν άνοιξα τα παραθυρόφυλλα, δεν ήθελα να μπει ακόμα ο ήλιος μέσα. Όλα θα γινόντουσαν αργά. Αυτή την φορά τίποτα δεν θα με έκανε να βιαστώ. Ξάπλωσα στο κρεβάτι όπως ήμουν με τα ρούχα. Το παράθυρο ήταν μπροστά μου. Κουλουριάστηκα κι αποκοιμήθηκα...

No comments: