Saturday, July 16, 2011

Φετίχ


Πουτάνα.
Η πρώτη λέξη που έμαθα όταν έφτασα στην Ελλάδα. Αυτό είμαι. Για τους ντόπιους είμαι μια πουτάνα από την Ουκρανία. Απλά πράγματα. Για μένα τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά. Είμαι πουτάνα σκέτη. Όσοι νομίζετε ότι τα λόγια μου βγάζουν πίκρα και απόγνωση κάνετε λάθος.
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Έχω όλα τα προσόντα για να είμαι αυτό που είμαι. Αντικειμενικά είμαι όμορφη. Πολύ όμορφη! Μουνάρα! -Η δεύτερη λέξη που έμαθα σ΄αυτή τη χώρα- Όταν κοιτάζομαι γυμνή στον καθρέφτη είμαι σίγουρη ότι έκανα τη σωστή επιλογή. Ένα αντικείμενο του πόθου με σάρκα και οστά. Λες και τα γονίδιά μου παρέκαμψαν τη γονική γραφειοκρατία και ήρθαν κατ’ ευθείαν από τις αμαζόνες της Σκυθίας. Θα μπορούσα να σας περιγράψω το στήθος μου, το σχήμα του, το μέγεθός του, τη στάση του. Θα μπορούσα ακόμα να σας πω για τη θέα που αντικρίζει κάποιος όταν με κοιτά από πίσω. Θα ήταν εύκολο να σας κολάσω με την ηλικία μου. Δεν νομίζω ότι θα το κάνω. Πιστέψτε με όμως, δεν θα υπερέβαλλα ό,τι και αν σας έλεγα.
Για μένα το σεξ είναι ό,τι για τους υπόλοιπους το οξυγόνο. Η αναγκαία συνθήκη για να ζεις. Δεν μιλάω για έρωτα. Μιλάω για ωμή, πρωτόγονη σαρκική απόλαυση. Δεν κυνηγάω την ομορφιά, παρά μόνο τη λαγνεία.

Να βάλω μια παρένθεση εδώ.
Δεν υπήρξα ποτέ θύμα εμπόρων λευκής σαρκός. Δεν είμαι οικονομική μετανάστης, ούτε πολιτική πρόσφυγας. Δεν περπάτησα από τον Καύκασο μέχρι εδώ. Όχι. Ήρθα με μία ασημί mercedes πριν από δύο χρόνια. Δεν βασανίστηκα από το καθεστώς. Για την ακρίβεια δεν θυμάμαι να το γνώρισα καλά καλά. Όταν αυτό έφευγε, εγώ ερχόμουν. Μεγάλωσα και με μαμά και με μπαμπά, οι οποίοι μου έδωσαν όση αγάπη μπορούσα να ζητήσω. Στα δεκατέσσερά μου ήμουν ήδη σολίστ στη συμφωνική του Κιέβου. Με έδιωξαν όταν με βρήκαν στα καμαρίνια με τρία αγόρια και δύο κορίτσια.

Ναι, δεν κυνήγησα ποτέ την ομορφιά. Για μένα αρκεί μόνο η επαφή με ένα άλλο κορμί. Τα δέρματα που τρίβονται. Τα πρόσωπα που εισβάλουν αδιάκριτα σε κάθε μυχό του σώματος. Οι μυρωδιές που εξακοντίζονται από κάθε πόρο και ξυπνούν πρωτόγονα ένστικτα. Οι χυμοί που αναβλύζουν απ’ όπου χάσκει η άβυσσος του πάθους. Χαρτογραφούσα πάντα τα ανθρώπινα ένστικτα χωρίς να μ’ ενδιαφέρει αν αυτός που έχω απέναντί μου είναι γυμνασμένος, αν έχει μεγάλη κοιλιά, αν είναι γεμάτος ρυτίδες, αν το κορμί του το καλύπτουν οι τρίχες, αν το δέρμα του είναι σαν μικρού παιδιού, αν έχει μόριο ή κόλπο... Κανέναν δεν σιχαινόμουν, με κανέναν δεν χρειάστηκε να προσποιηθώ.

Δεν ήμουν πάντα πουτάνα.
Θέλω να πω ότι χρησιμοποιούσα το κορμί μου -αποκλειστικά για να ικανοποιήσω τις δικές μου ορέξεις- πολύ πριν αποφασίσω να το χρίσω μέσο παραγωγής χρήματος. Πολύ πριν καταλάβω ότι η δουλειά και η απόλαυση μπορούν και ΠΡΕΠΕΙ να συνδυάζονται!
Φανταστείτε την ηδονή που ένιωθα όταν μεθυσμένη και εξαντλημένη από τη γλύκα ενός ακόμα οργασμού, παρατηρούσα τα, ολοένα και περισσότερα, χαρτονομίσματα που ξεκουράζονταν πάνω στα σεντόνια, στο κομοδίνο ή στο χαλί. Στα δεκαοχτώ μου αγόρασα το πρώτο μου αυτοκίνητο. Χωρίς γραμμάτια. Άνοιξα την τσάντα μου και άδειασα τα χρήματα πάνω στο τραπέζι του έκπληκτου πωλητή. Μετά από λίγους μήνες αποφάσισα να φύγω. Είχα βαρεθεί το κρύο. «Στην Ελλάδα έχει πάντα ζέστη», μου είχε πει ένας φοιτητής από την Καβάλα. Η ζέστη και το τεράστιο πουλί του με έκαναν να πιστέψω ότι αυτή η χώρα θα ήταν ο παράδεισός μου.

Εδώ, ήμουν από την πρώτη μέρα η πουτάνα από την Ουκρανία. Αυτό έκανε τα πράγματα πιο απλά και ξεκάθαρα. Ήξερα τι ήμουν και τι ζητούσα. Δεν δυσκολεύτηκα. Αγόρασα σπίτι σε καλή περιοχή. Το ένα δωμάτιο το έκανα γκαρνταρόμπα. Σήμερα είναι σχεδόν γεμάτο από πανάκριβα ρούχα και παπούτσια.
Είμαι λάτρης του ωραίου. Δεν μιλάω για τους ανθρώπους. Μιλάω για τα αντικείμενα. Όσο αδιάκριτη είμαι με τους ανθρώπους, τόσο -και περισσότερο- επιλεκτική είμαι με τα άψυχα πράγματα. Καθόλου άψυχα. Για μένα η ψυχή τους βρίσκεται στο στυλ. Στη γοητεία της έμπνευσης του δημιουργού τους. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας, όταν δεν πηδιέμαι, τις περνάω ξεφυλλίζοντας περιοδικά μόδας και ντιζάιν απ’ όλο τον κόσμο. Τίποτα δεν μπαίνει μέσα στο σπίτι αν δεν έχει περάσει πρώτα από κάποια σελίδα αυτών των περιοδικών.
Οι υπογραφές είναι το φετίχ μου. Alexander McQueen, Alvar Aalto, Frank Gehry, Balenciaga, Le Corbusier. Όπου κι αν κοιτάξεις θα τις δεις. Ίσως αυτός να είναι (άλλος) ένας λόγος που δεν έχω σκεφτεί ποτέ να κάνω παιδιά. Με πιάνει φρίκη στην ιδέα ότι αυτό το σπίτι θα μπορούσε να βανδαλιστεί από κάποιο αφηνιασμένο πιτσιρίκι που ανακάλυψε ότι οι μαρκαδόροι γράφουν σε οποιαδήποτε επιφάνεια και ότι το φαγητό του μπορεί να δημιουργήσει πρωτότυπες συνθέσεις πάνω στην κατάλευκη Barcelona του Van der Rohe!

Barcelona. Δεν ξέρω αν είναι το κατάλληλο όνομα για μια πολυθρόνα, που έχει μείνει στην ιστορία του σύγχρονου design, αλλά για μένα αποτελεί τον ιερό τόπο του σπιτιού μου. Το Άγιο Δισκοπότηρο της συλλογής μου. Βρίσκεται μόνη της στο κέντρο του καθιστικού. Δεν υπάρχει τίποτα δίπλα της σε απόσταση δύο μέτρων. Οποιοδήποτε αντικείμενο κοντά της θα ήταν μια ιεροσυλία. Σαν να προσπαθούσα να προσθέσω έστω και μία νότα στην Άνοιξη του Vivaldi. Σαν να ζωγράφιζα μια τελεία σε κάποιον πίνακα του Miro!
Το λευκό της δέρμα φαντάζει αμόλυντο. Η απλότητά της αποκαλυπτική. Δύο μεταλλικά τόξα, σαν το ίχνος που αφήνει το τεντωμένο ανθρώπινο κορμί την ώρα της εκστασης, στηρίζουν τα δύο ανεξάρτητα παραλληλόγραμμα μαξιλάρια. Πάνω τους, σε απόλυτη συμμετρία, μικρά δερμάτινα κουμπιά, μετατρέπουν την απαλή επιφάνεια σε μια μονόχρωμη σκακιέρα. Όταν κλείνω τα μάτια και αφήνω τα ακροδάχτυλά μου να χαιδέψουν τις αρμονικές πτυχώσεις, τ’ αυτιά μου πλημμυρίζουν από κρυστάλλινες νότες βγαλμένες από κάποια σύνθεση του Nyman. Ποτέ δεν φοράω ρούχα όταν ξαπλώνω πάνω της. Θα ήμουν εντελώς γυμνή, αν δεν με προκαλούσε τόσο η αντίθεση των μαύρων εσωρούχων πάνω στο λευκό της δέρμα. Η απόλυτη συνάντηση. Το φως και το σκοτάδι. Η φαντασία και η πραγματικότητα. Το δέρμα μου πάνω στο δέρμα της. Το πρώτο ανατρίχιασμα πάνω στην κρύα αγκαλιά της μετατρέπεται γρήγορα σε ένα λιγωμένο βύθισμα, σε μια ονειρική ζάλη. Απορροφά τη θερμοκρασία του κορμιού μου και γινόμαστε ένα. Οι αισθήσεις χάνονται σε αυτήν τη ρευστότητα. Δεν ξέρω αν χαιδεύω εμένα ή αυτή. Δεν έχει σημασία. Το δέρμα μου πάνω στο δέρμα της. Μόνο αυτό μετράει. Η μοναχική έκσταση στην κορύφωσή της!

Μέχρι χθες το βράδυ κανείς, εκτός από μένα, δεν είχε καθήσει πάνω της. Έχουν περάσει αμέτρητοι, άντρες και γυναίκες, από το σπίτι μου. Έχω γαμηθεί μαζί τους σε κάθε γωνιά του. Κάθε δωμάτιο, κάθε τοίχος, κάθε έπιπλο έχει πάνω του τα αποτυπώματα αμέτρητων συνευρέσεων. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι αν έριχνα επάνω τους ένα υπέρυθρο φως τότε -όπως στις αστυνομικές ταινίες- θα αποκαλύπτονταν όλες οι αποδείξεις τις νυμφομανίας μου. Παντού εκτός από εκεί. Υπήρξε πάντα το προσωπικό μου άβατο. Το μοναδικό μου καταφύγιο.
Μέχρι χθες το βράδυ, που χτύπησε το κουδούνι της πόρτας μου.
Ήταν η μάνα μου. Είχα να τη δώ από τη μέρα που έφυγα. Έμεινα αποσβολωμένη να την κοιτάζω στο κατώφλι της πόρτας. Μου χαμογέλασε και με πήρε στην αγκαλιά της. Δεν κουνήθηκα. Έμεινα με τα χέρια κρεμασμένα κοιτώντας πίσω της τον σκοτεινό διάδρομο της πολυκατοικίας. Σήκωσα αμήχανα τα χέρια, σε μια αδέξια ανταπόκριση της αγκαλιάς της. Γύρισα το βλέμα μου σ’ αυτήν. Είχα ξεχάσει πόσο όμορφη ήταν. Της έκανα νόημα να περάσει. Χωρίς να καταλάβω το γιατί, την οδήγησα στην πολυθρόνα. Την κοίταξε με περιέργεια. Πλησίασε διστακτικά. Ξέρω ότι ήταν πολύ μοντέρνα για τα γούστα της και σίγουρα αμφισβητούσε τη χρηστικότητά της, όμως δεν ήθελα να καθήσει πουθενά αλλού. Ακούμπησε την τσάντα της στο πάτωμα και με μια ελαφριά κίνηση του ποδιού, την έσπρωξε ακριβώς κάτω από την πολυθρόνα. Κάθισε πάνω της σχεδόν σαν να μην καθόταν. Της χαμογέλασα. Αυτό της έδωσε θάρρος. Στηρίχτηκε στα δυο της χέρια και έσπρωξε τον κορμό της προς τα μέσα, μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε την πλάτη της πολυθρόνας. Άφησε έναν αναστεναγμό. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα. Έμοιαζε λες και είχε αφομοιωθεί στο δέρμα της πολυθρόνας. Καμία αντίθεση. Λευκό σε λευκό. Καμία διαφωνία. Η απουσία της αντίστιξης με τάραξε. Το μόνο που μπορούσα πλέον να ξεχωρίσω, μέσα από όλη αυτή τη συμφωνία της λευκότητας, ήταν το πρόσωπό της. Τα πανέμορφα μεγάλα μαύρα μάτια της. Μου έλειψες, της είπα, πέρασαν δύο χρόνια. Μου χαμογέλασε ξανά. Πέρασαν πολύ περισσότερα, μου απάντησε.
Την κοίταξα με απορία. Έσκυψε κάτω από την πολυθρόνα και έφερα στα πόδια της την τσάντα της. Την άνοιξε κι έβγαλε από μέσα της κάτι που έμοιαζε με πρόχειρα τυλιγμένο δώρο. Το ακούμπησε μπροστά της στο υποπόδιο τής πολυθρόνας.
Το χαρτί του περιτυλίγματος ήταν σελίδες από το αγαπημένο μου παραμύθι, όταν ήμουν μικρή. Ήταν η ιστορία ενός κοριτσιού, που μια μέρα βούτηξε στη θάλασσα και συνειδητοποίησε ότι μπορούσε και ανέπνεε όπως και τα ψάρια. Από εκείνη τη στιγμή επέλεξε να ζήσει στο βυθό που ήταν τόσο εξωτικός και πολύχρωμος, σε αντίθεση με το μουντό γκρίζο χωριό της. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη που μετά από λίγο καιρό ξέχασε την προηγούμενη ζωή της και πίστεψε πως πάντα ανήκε εκεί. Ήταν τόσο ξεχωριστή στο βυθό και αυτό την έκανε ευτυχισμένη. Δεν έμοιαζε με κανένα από τα πλάσματα που συναντούσε. Όλα την κοίταζαν με θαυμασμό και περιέργεια. Όλα ήθελαν να την κάνουν παρέα. Να περάσουν έστω και μερικά λεπτά μαζί της. Να αγγίξουν τα μαλλιά της, τα δάχτυλά της, το δέρμα της. Ήξεραν όμως πως κατά βάθος δεν ανήκε στον δικό τους κόσμο. Μετά από χρόνια ασταμάτητης διασκέδασης, το κορίτσι έπαψε να εισπράττει τον θαυμασμό των άλλων. Αυτό την ενόχλησε και αποφάσισε να εγκαταλείψει τον βυθό και να επιστρέψει στο χωριό της. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μετά από τόσα χρόνια κανείς δεν θα την αναγνώριζε...
Δεν θα το ανοίξεις; Η φωνή της μάνας μου σταμάτησε απότομα την ονειροπόληση. Άρχισα να ξετυλίγω το χαρτί.
Δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία να σας πω τι ήταν τυλιγμένο μέσα στις σελίδες του παραμυθιού. Ας πούμε ότι ήταν κάτι τόσο ασήμαντο όσο ένα κουτάλι ή ένα στυλό ή ακόμα ένα εισιτήριο λεωφωρείου.

Σήμερα που κάθομαι πάλι μόνη μου στην αγαπημένη μου Barcelona σκέφτομαι ξανά τα λόγια της: Πέρασαν πολύ περισσότερα χρόνια...
Λές;

No comments: